Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

3ο Φιλοσοφικό Δοκίμιο:1+1 κάνουν 2. Ή μήπως όχι;

           Η απάντηση στο ερώτημα <<πόσο κάνει 1+1;>> είναι μάλλον κάτι αυτονόητο. Ή τουλάχιστον θεωρείται κάτι αυτονόητο. Παρ’όλ’αυτά, πριν βγάλουμε το πόρισμα ότι 1+1=2, νομίζω πρέπει να σκεφτούμε και κάτι ακόμα. Είναι μόνο αυτή η αριθμητική παράσταση(1+1) ή μήπως εκτείνεται περισσότερο, και με άλλους παράγοντες; Γιατί 1+1 όντως κάνει 2, αλλά αν υπάρχουν κι άλλες πράξεις, τότε μπορούμε να βρούμε ένα τελείως διαφορετικό αποτέλεσμα(πχ 1+1[+3x5]). Βέβαια το θέμα της σημερινής μου ανάρτησης δεν αφορά το πόσο κάνει 1+1, ή γενικά κάποια πράξη μαθηματικών πάνω σε χαρτί, αφού αφενός μια τέτοια πράξη δεν αξίζει τόσο μεγάλη προσοχή κι αφετέρου όταν μιλάμε για πράξεις που γίνονται πάνω στο χαρτί, μπορούμε να πούμε με τη μέγιστη δυνατή σιγουριά ότι βλέπουμε όλους τους παράγοντες της αριθμητικής παράστασης. Η σημερινή μου ανάρτηση αφορά τις <<αριθμητικές παραστάσεις της ζωής>>, οι οποίες πάρα πολύ συχνά κρύβουν παραπάνω παράγοντες από όσους βλέπουμε και παράλληλα είναι απαραίτητο να γίνονται σωστα, αφού οι επιπτώσεις λάθους συχνά είναι μεγάλες. Με την επίλυση αυτών των <<αριθμητικών παραστάσεων>> ασχολούνται κυρίως οι επιστήμες, οι οποίες χωρίζονται σε 2 ομάδες:τις θεωρητικές και τις θετικές(οι όροι δε μου αρέσουν και τόσο αλλά τους χρησιμοποιώ εδώ για να γίνω κατανοητός). Πριν αρχίσω, ας διευκρινίσω εδώ ότι, μιλώντας για επιστήμες, αναφέρομαι στα γνωστικά αντικείμενα τα οποία ακολουθούν την εξής πορεία: υπόθεση--> πείραμα--> επιβεβαίωση ή διάψευση.


          Οι μεν θετικές επιστήμες ασχολούνται με την πρακτική επίλυση των παραστάσεων, μέσω διαφόρων πράξεων και διαδικασιών, ενώ οι θεωρητικές προσπαθούν να φέρουν στο φως όλους τους παράγοντες της παράστασης, για να επιτευχθεί η σωστή λύση της, την οποία προσπαθούν και να σχεδιάσουν σε θεωρητικό επίπεδο. Τα γενικά χαρακτηριστικά των θετικών επιστημών είναι τρία. Το πρώτο είναι ότι χρησιμοποιούν ως κύριο εργαλείο τους διάφορες μαθηματικές πράξεις και διαδικασίες απλής λογικής(απλή λογική εννοώ ότι αφορά την επίλυση των προβλημάτων και μόνο, όχι ότι τα προβλήματα που επιλύονται μέσω αυτής είναι απλά). Το δεύτερο είναι ότι τα αντικείμενα των θετικών επιστημών μπορούν , ως κάποιο βαθμό τουλάχιστον, να προσεγγιστούν με τις αισθήσεις και επομένως τα αποτελέσματα των πράξεων που χρησιμοποιούν οι θετικές επιστήμες μπορούν να εξεταστούν κι αναλόγως να επαληθευτούν ή να διαψευστούν. Από το δεύτερο χαρακτηριστικό πηγάζει και το τρίτο: οι θετικές επιστήμες προσεγγίζονται με την αντικειμενική κι όχι την υποκειμενική ευφυϊα, αφού το σωστό αποτέλεσμα των πράξεών τους είναι για κάθε άνθρωπο το ίδιο. Η αντικειμενική ευφυϊα όπως έχω ξαναπεί είναι καθαρά θέμα μυαλού, χωρίς να εμπλέκεται η ψυχή, επομένως θα μπορούσε κάποιος να την παρομοιάσει με τη νοημοσύνη των μηχανών που απλά εκτελούν πράξεις χωρίς να εμπλέκονται συναισθήματα, εμπειρία και γενικώς ατομικά χαρακτηριστικά(δεν εννοώ βέβαια ότι οι άνθρωποι που ασχολούνται με τις θετικές επιστήμες είναι έτσι, αφού ένας άνθρωπος έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν μπορεί να ξεφύγει από την ψυχή του-ένας άνθρωπος διαθέτει και αντικειμενική νοημοσύνη, που είναι θέμα μυαλού, και υποκειμενική, που είναι θέμα τόσο μυαλού, όσο και ψυχής. Σε άλλες δραστηριότητες χρησιμοποιεί την πρώτη, όπως στις θετικές επιστήμες, και σε άλλες τη δεύτερη, όπως στις θεωρητικές και τη φιλοσοφία).


          Οι δε θεωρητικές επιστήμες κι η φιλοσοφία, η οποία δεν είναι επιστήμη αλλά έχει κοινά με τις θεωρητικές, έχουν κι αυτές τρία άλλα χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι ότι χρησιμοποιούν το λόγο και την βαθύτερη σκέψη για να πετύχουν το σκοπό τους, να ανακαλύψουν δηλαδή τους κρυμμένους παράγοντες, καμιά φορά και για να προσθέσουν(λανθασμένα) δικούς τους, και να σχεδιάσουν μια θεωρητική λύση. Δεύτερον, συνήθως αφορούν πράγματα που δεν είναι και τόσο προσεγγίσιμα με τις αισθήσεις, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να επαληθευτούν ή να διαψευστούν πλήρως. Και το τρίτο χαρακτηριστικό τους είναι ότι χρησιμοποιούν την υποκειμενική ευφυία, από τη στιγμή που φυσικά δεν είναι δυνατόν να είναι κανείς σίγουρος για το αν έχει καταφέρει να βρει τους παράγοντες κι επομένως υπεισέρχεται ο υποκειμενισμός κι η ατομική εκτίμηση.



          Ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει δύο ημισφαίρια, τα οποία έχει διαπιστωθεί, μέσω ερευνών, ότι το καθένα εξειδικεύεται σε κάποιες λειτουργίες. Σε γενικές γραμμές το αριστερό ημισφαίριο εξειδικεύεται στις διαδικασίες που σχετίζονται με τις θετικές επιστήμες, ενώ το δεξί με αυτές που σχετίζονται με τις θεωρητικές. Πιστεύω λοιπόν ότι ο κάθε άνθρωπος, ανάλογα με τα ερεθίσματα και τον τρόπο ζωής του, αναπτύσσει το ένα από τα δύο περισσότερο κι ανάλογα αποδίδει καλύτερα στις μεν ή στις δε διαδικασίες. Μπορεί να είναι καλύτερος στο να ανακαλύπτει τους κρυμμένους παράγοντες ή στο να λύνει τις πράξεις. (Αυτός είναι κι ο λόγος που οι άνθρωποι της μιας κατηγορίας έχουν συχνά προβλήματα στην επικοινωνία με τους ανθρώπους της άλλης-κι εννοώ στα σοβαρά θέματα.) Κι εδώ έγκειται κι η αληθινή ουσία της ανάρτησης αυτής, η οποία στηρίζεται στην παραβολή της αριθμητικής παράστασης. Ο άνθρωπος, ανάλογα με τον τρόπο που επιλέγει να σκέφτεται, να αντιμετωπίζει τις διάφορες καταστάσεις και να τις επεξεργάζεται, αναπτύσσει το ανάλογο ημισφαίριο και λοιπόν τον ανάλογο τρόπο σκέψης, συνηθίζει να λειτουργεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Οι μεν <<θετικώς σκεπτόμενοι>> επιζητούν κι ενθουσιάζονται από το να λύνουν προβλήματα, ενώ οι δε <<θεωρητικώς σκεπτόμενοι>> από το να τα ανακαλύπτουν ή να τα αποσαφηνίζουν στα επιμέρους μέρη τους, ή και να σχεδιάζουν θεωρητικά σχέδια αντιμετώπισής τους(θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τους θεωρητικά σκεπτόμενους με το κεφάλι-μυαλό και τους θετικά σκεπτόμενους με τα άκρα). Οπότε, ακόμα κι αν κάποιος μέσω της δουλειάς του δεν λύνει στ'αλήθεια προβλήματα(αν η δουλειά του βασίζεται σε μια θετική επιστήμη), ούτε και τα διελευκάνει(αν βασίζεται σε μια θεωρητική), η δουλειά-επιστήμη του τον κάνει παρ'όλ'αυτά να σκέφτεται με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο(όλες οι δουλειές, ακόμα κι αυτές που δε συνδέονται με κάποια επιστήμη, βασίζονται είτε στο θετικό είτε στο θεωρητικό μοντέλο). Έτσι διαμορφώνεται κατάλληλα η σκέψη του(βέβαια να πω ότι δεν είναι κι απαραίτητο ότι κάποιος που θα κατέχει μια θετική επιστήμη θα είναι καλός στο να λύνει και καθημερινά πρακτικά προβλήματα και το αντίθετο, όσον αφορά τους <<θεωρητικούς>>, αλλά είναι το βασικό βήμα για αυτή τη διαδικασία-πρέπει βέβαια κι ο άνθρωπος να προσπαθεί να μεταφέρει τον τρόπο σκέψης που χρησιμοποιεί στη δουλειά-επιστήμη του και στην καθημερινότητά του) κι ο άνθρωπος γίνεται καλύτερος είτε στο θετικό, είτε στον θεωρητικό τρόπο σκέψης, είτε στο να λύνει προβλήματα με πρακτικό τρόπο, είτε στο να τα επεξεργάζεται και φέρνει στο φως και τις κρυμμένες πτυχές τους.



          Κι αυτά τα δύο, όσο κι αν διαφέρουν(για την ακρίβεια είναι τελείως αντίθετα), είναι το ίδιο σημαντικά. Για να δει κανείς πόσο σημαντικά είναι, θα επανέλθω στην παραβολή της μαθηματικής πράξης. Αν κάποιος δεν ξέρει μαθηματικά, τότε πιθανότατα θα λύσει λάθος μια μαθηματική παράσταση, ακόμα κι αν μπορεί να δει όλους τους επιμέρους παράγοντες. Αν κάποιος πάλι ξέρει μαθηματικά, αλλά δεν βλέπει όλους τους παράγοντες ενός προβλήματος, και πάλι θα κάνει λάθος, αυτή τη φορά μάλιστα σχεδόν σίγουρα, εκτός αν δεν υπάρχουν κρυφοί παράγοντες. Γι’αυτό χρειάζεται να υπάρχουν τόσο άτομα με θεωρητική σκέψη, όσο κι άτομα με θετική, ώστε οι μεν να διασαφηνίζουν τα προβλήματα κι οι δε να τα λύνουν.



          Δυστυχώς όμως, στις μέρες μας, οι άνθρωποι με θεωρητική σκέψη κι ιδιαίτερα οι θεωρητικές επιστήμες, αντιμετωπίζονται με περιφρόνηση(έχω κάνει σχετική αναφορά και στο 4ο Κοινωνιολογικό Δοκίμιο). Ο λόγος είναι βέβαια ακριβώς ότι ασχολούνται με πράγματα που δεν φαίνονται με <<γυμνό>> μάτι κι έτσι τα άτομα με θετική σκέψη, που είναι κι η μεγάλη πλειοψηφία, δημιουργόντας έτσι μια σοβαρή ανισορροπία, τους θεωρούν αιθεροβάμονες κι ονειροπόλους, ανθρώπους που όχι μόνο είναι ανίκανοι να δουν και να λύσουν τα εμφανή προβλήματα, αλλά και που είναι χαμένοι και τρελαμένοι στην αναζήτηση και την αναγνώριση άλλων, που υπάρχουν μόνο στη φαντασία τους κι είναι και λιγότερο σημαντικά από τα χειροπιαστά προβλήματα. Έτσι οι <<θετικά>> σκεπτόμενοι, οι οποίοι γενικά διαθέτουν και μεγαλύτερη πυγμή-αυτοπεποίθηση, η οποία πηγάζει από το γεγονός ότι μπορούν να επιδείξουν χειροπιαστό και ευρύτερα αποδεκτό έργο, έχουν αναλάβει την περισσότερη εξουσία στον κόσμο. Αυτό προκαλεί, όπως προείπα, μια πολύ σοβαρή ανισορροπία καθώς οι συγκεκριμένοι άνθρωποι μπορεί να είναι πολύ καλοί στο να λύνουν προβλήματα και να διαχειρίζονται πρακτικές καταστάσεις, όμως πολύ συχνά παραβλέπουν ή αγνοούν σημαντικά ζητήματα, κλείνοντας μάλιστα και τα αυτιά τους στους <<ονειροπόλους>> με θεωρητική σκέψη, οι οποίοι μπορεί να τους πουν για κάποια από αυτά. Παράλληλα, οι άνθρωποι αυτοί έχουν και μικρότερη διορατικότητα, κάτι που πολύ συχνά έχει ως αποτέλεσμα να πάρουν κάποια μέτρα για να αντιμετωπίσουν κάποια ζητήματα, μέτρα όμως που μακροπρόθεσμα δημιουργούν νέα ζητήματα, πιο σοβαρά και πιο δυσεπίλυτα. Για αυτό το λόγο, νομίζω ότι άτομα με καθαρά θετική σκέψη δεν είναι κατάλληλα για να αναλάβουν θέσεις εξουσίας(τις οποίες έχουν σε τεράστιο βαθμό σήμερα).



          Στο σημείο αυτό βέβαια, πρέπει να τονίσω και κάτι. Κανείς δεν είναι 100% <<θεωρητικός>> ή 100% <<θετικός>>. Όλοι οι άνθρωποι συνδυάζουν και τα 2, απλά άλλοι είναι καλύτεροι στο ένα κι άλλοι στο άλλο. Οι περισσότεροι είναι πολύ καλοί(μπορούν να τα καταφέρουν με μεγάλη επιτυχία) στο 1 και λίγο καλοί(δεν μπορούν να τα καταφέρουν με μεγάλη επιτυχία) στο άλλο. Υπάρχουν βέβαια και λίγοι(τονίζω το λίγοι) άνθρωποι, συνήθως ηλικιωμένοι, γιατί η διαδικασία αυτή απαιτεί κυρίως πολύ χρόνο και προσπάθεια, οι οποίοι έχουν εξοικειωθεί και με τις 2 νοητικές διαδικασίες, σε σημείο που να τα καταφέρνουν με μεγάλη επιτυχία και στις 2. Παρ’όλ’αυτά, θεωρώ λάθος για κάποιον νέο να προσπαθεί να το κάνει αυτό. Ένας νέος άνθρωπος πρέπει να επικεντρώσει την προσοχή του στον ένα από τους 2 τρόπους σκέψης, ώστε να τελειοποιηθεί σε αυτόν, κι όχι να δίνει ίση προσοχή και στους 2, μιας κι αυτό πιθανότατα θα τον εξαντλήσει και θα έχει και σαν αποτέλεσμα να γίνει και στα 2 μέτριος, ανίκανος δηλαδή να λειτουργήσει με μεγάλη επιτυχία είτε με τον έναν τρόπο, είτε με τον άλλο. Όσον αφορά βέβαια το ποιον από τους 2 πρέπει να διαλέξει, αυτό είναι εύκολο, καθώς όταν φτάσει σε ηλικία που θα μπορεί να τους διακρίνει(συνήθως γίνεται στο διάστημα 14-16 έτη), τότε θα έχει φτάσει παράλληλα και σε μια ηλικία που θα έχει κλίνει είτε προς τον ένα, είτε προς τον άλλο.



          Τελειώνοντας, θέλω να πω και κάτι τελευταίο. Νομίζω πράγματι πως κι οι 2 τρόποι σκέψης είναι εξίσου σημαντικοί, αφού ο καθένας αποτελεί το 50% της ίδιας διαδικασίας, της αντιμετώπισης/επίλυσης των προβλημάτων. Παρ’όλ’αυτά πιστεύω ότι αν πρέπει να ενισχύεται το ένα από τα 2 <<ρεύματα>>, έναντι του άλλου, αυτό είναι το θεωρητικό, για 2 λόγους, έναν που είναι διαχρονικός κι έναν που αφορά το σημερινό παρόν. Ο διαχρονικός είναι ότι οι θετικοί επικεντρώνονται σε τεράστιο βαθμό σε υλικά πράγματα, με αποτέλεσμα να μένουν πολύ πίσω πνευματικά, κάτι που μπορεί να μην τους ενοχλεί, αλλά τους μετατρέπει σταδιακά σε μηχανές επίλυσης προβλημάτων(βέβαια αυτό δεν θα συνέβαινε αν είχαν το μέτρο στις πράξεις τους, οπότε δεν είναι απαραίτητο ότι θα γίνεται). Αυτό φυσικά δεν έχει μόνο ιδεολογικές, αλλά και πολύ πιο πρακτικές συνέπειες, αφού οι άνθρωποι που το παθαίνουν δεν έχουν παιδεία(επιπτώσεις απουσίας παιδείας:3ο φιλοσοφικό-λογικό δοκίμιο). Όσον αφορά τον άλλο λόγο, που αφορά το παρόν,  είναι ότι, όπως ανέφερα και νωρίτερα, στις μέρες μας η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων, αρκετοί μάλιστα και κάτοχοι κάποιας θεωρητικής μόρφωσης, έχουν θετική σκέψη. Επομένως είναι μεγάλη ανάγκη να ενισχυθεί αρκετά το θεωρητικό <<ρεύμα>> ώστε να υπάρξει μια ισορροπία, ένα μέτρο. Επίσης, είναι νομίζω αυτονόητο, πως από τη στιγμή που δεν υπάρχουν αρκετοί θεωρητικοί, πρέπει να επιδιορθωθεί αυτό. Ο βασικός λόγος είναι ότι η θεωρητική επεξεργασία των προβλημάτων της ζωής προηγείται(χρονικά) της επίλυσής τους. Είναι λοιπόν αρκετά ανορθόδοξο να δίνεται προτεραιότητα στην επίλυση, όπως και γίνεται στις μέρες μας.



          Παρ’όλ’αυτά νομίζω ότι το σωστότερο είναι να ενισχύονται εξίσου και οι 2 ομάδες, αφού κι οι δύο είναι εξίσου απαραίτητες ώστε να κυλά η ζωή ομαλά. Οπότε ο κάθε άνθρωπος πρέπει να γίνεται μέλος αυτής που του αρέσει περισσότερο και στην οποία ταιριάζει και μπορεί να ανταποκριθεί καλύτερα, κι όχι να παρασύρονται από τις υπάρχουσες κοινωνικές αντιλήψεις και να αποφεύγουν τη θεωρητική σκέψη, ενώ μπορεί κατά βάθος να γνωρίζουν ότι ανήκουν σε αυτή. Μόνο έτσι θα επιτευχθεί η σωστή ισορροπία και θα λυθούν όσα προβλήματα έχει προκαλέσει η έλλειψή της.

                                                       Homo Cogitans

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου