Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

10ο Κοινωνιολογικό Δοκίμιο: Βασικές Αρχές Επικοινωνίας & Διαπραγμάτευσης

   Ο Όσκαρ Ουάιλντ είχε πει κάποτε: "Το να ζεις είναι το πιο σπάνιο πράγμα στον κόσμο. Οι περισσότεροι άνθρωποι απλά υπάρχουν". Σήμερα λοιπόν, εγώ θα δανειστώ αυτά τα πολύ σωστά λόγια και θα τα παραφράσω λίγο: "Το να επικοινωνείς είναι το σπανιότερο πράμα στον κόσμο. Οι περισσότεροι άνθρωποι απλά μιλάνε". Όσο περισσότερο μεγαλώνω, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνομαι ότι το πρόβλημα επικοινωνίας που υπάρχει σήμερα, μεταξύ των ανθρώπων, και στο οποίο είχα κάνει μία αναφορά με το 2ο Κοινωνιολογικό μου δοκίμιο, πριν 5 χρόνια, είναι πολύ μεγάλο. Κρίνω λοιπόν αναγκαίο να επανέλθω σε αυτό και να το εμπλουτίσω, με κάποιες νέες ιδέες, προσπαθώντας όσο μπορώ από την πλευρά μου να γεφυρώσω αυτό το χάσμα.

   Το πρώτο πράγμα, στο οποίο θεωρώ αναγκαίο να αναφερθώ, είναι τι σημαίνει τελικά αυτή η μαγική λέξη, "επικοινωνία". Η επικοινωνία λοιπόν ορίζεται ως η διαδικασία ανταλλαγής μηνυμάτων, μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ατόμων, για τα οποία τα μηνύματα αυτά έχουν κάποιο νόημα. Αυτό, μόνο. Μπορεί σε κανέναν να μην κάνει ιδιαίτερη εντύπωση αυτός ο ορισμός, μπορεί να είναι κάτι που τους φαίνεται εντελώς αυτονόητο. Στη θεωρία, γιατί στην πράξη, νομίζω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι το χάνουν μόλις από εδώ. Έχω την εντύπωση ότι η πλειονότητα των ανθρώπων, για να νοιώσει ικανοποιημένη από μία επικοινωνία με άλλους, καθώς κι ότι αυτή είχε νόημα, ότι πρέπει αυτή η επικοινωνία να καταλήξει κάπου. Σε μία συμφωνία, στο να πείσουν τον άλλο για την ορθότητα των επιχειρημάτων τους και να τους επηρεάσουν ώστε να δράσουν σύμφωνα με τη δική τους λογική. Για αυτό το λόγο, αν και ήθελα αρκετό καιρό τώρα να γράψω για αυτό το θέμα, ήθελα πρώτα να γράψω το 14ο Ψυχολογικό δοκίμιο. Στο κείμενο αυτό αναφέρω, μεταξύ άλλων, ότι είναι πολύ πιθανό οι άλλοι να έχουν μία διαφορετική κρίση από τη δική μας, είτε επειδή κάνουν λάθος, είτε επειδή πρόκειται για θέμα επί του οποίου υπάρχουν πολλά σωστά, κι αυτό μπορεί να μας οδηγήσει σε μία αποτυχία σε κάποιο στόχο μας που εξαρτάται από αυτούς(στη συγκεκριμένη περίπτωση στο να συμφωνήσουμε με/πείσουμε τους άλλους). Αλλά κι ότι, παρ'όλ'αυτά, αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι αυτό που είναι στο χέρι το δικό μας, να είμαστε σωστοί, να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε. Και, για να καταλήξω σε ένα πιο ξεκάθαρο και πιο γενικό συμπέρασμα, θα κάνω και μία δεύτερη αναφορά, αυτή τη φορά στο 1ο Συνδυαστικό δοκίμιο, όπου είχα αναφέρει το εξής: "Και τώρα, θέλω να εστιάσω σε κάτι εξαιρετικά σημαντικό, ίσως στο σημαντικότερο πράγμα που θα αναφέρω σήμερα, χωρίς το οποίο τίποτα από τα άλλα δεν θα έχει αξία. Η προσωπική κρίση του κάθε ανθρώπου είναι η πραγματικότητά του κι έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία για εκείνον. Αυτό είναι κάτι, που για κάποιον σχεδόν ανεξήγητο λόγο, οι άνθρωποι αδυνατούν να καταλάβουν. Ο κάθε άνθρωπος ζει σε μία πραγματικότητα δική του, εξαρτώμενη από την αντίληψή του, και ζει σύμφωνα με τα δεδομένα που έχει". Υπάρχει μία μεγάλη ποικιλία διαφορετικών απόψεων, στα περισσότερα θέματα, και για τον κάθε άνθρωπο η άποψή του είναι κι η αλήθεια του κι ο τρόπος ζωής του. Αν δεν είναι ακόμα εμφανές λοιπόν, ας πω και ξεκάθαρα ότι είναι λάθος και μάταιο να επικοινωνούμε με στόχο να πείσουμε τους άλλους(χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν θα εκφράσουμε τις τυχόν διαφωνίες μας) και να καταλήξουμε σε μία συμφωνία. Όχι πώς αποκλείεται να συμβεί αυτό, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο, δεδομένου ότι ο κάθε άνθρωπος έχει την άποψή του, η οποία έχει αξία για αυτόν, και συνεπώς είναι δύσκολο να του την αλλάξουμε. Και εν πάση περιπτώσει, δεν είναι σίγουρα κάτι που εξαρτάται 100% από μας. Το σημαντικό είναι λοιπόν κι εδώ να κάνουμε το καλύτερο που περνάει από το χέρι μας. Κι αυτό το καλύτερο δεν είναι κάτι άλλο από το να προσπαθούμε, όσο μπορούμε από την πλευρά μας, να επικοινωνούμε τελικά σωστά, ώστε με το τέλος της επικοινωνίας να υπάρχει κάποιο νόημα, ακόμα κι αν δεν είναι αυτό που θέλουμε.

   Ποια είναι λοιπόν αυτή η "σωστή επικοινωνία"; Μα φυσικά, αυτή που δέχεται τον κανόνα της διαφορετικότητας των απόψεων. Πιο συγκεκριμένα, δηλαδή, η σωστή επικοινωνία διαθέτει δύο κυρίως χαρακτηριστικά. Το πρώτο, είναι ο σεβασμός αυτής της διαφορετικότητας. Από τη στιγμή που μπαίνουμε στη διαδικασία να συζητήσουμε με κάποιον, τότε πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για το ενδεχόμενο να διαφωνήσουμε, λιγότερο ή περισσότερο. Σε περίπτωση που συμβαίνει κάτι τέτοιο, ακόμα κι αν θεωρούμε ότι οι απόψεις του συνομιλητή μας είναι τελείως ανόητες, ή ότι υφιστάμεθα μία κατάφωρη αδικία από αυτόν, πρέπει να διατηρούμε τον τόνο της φωνής μας σε ένα πολιτισμένο επίπεδο και να αποφεύγουμε τους χαρακτηρισμούς, ακόμα κι αν εκείνος δεν το κάνει. Πιθανότατα θα το εκτιμήσει και, αντιλαμβανόμενος ότι τον σεβόμαστε και δεν προσπαθούμε να τον χειραγωγήσουμε, θα δώσει κι αυτός με τη σειρά του περισσότερη αξία στην επικοινωνία και τη δική μας άποψη. Ακόμα όμως κι αν δεν το κάνει, και πάλι έχουμε ένα κέρδος. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τι θα γίνει αν δεν το τηρήσουμε αυτό. Αν αρχίσουμε να φωνάζουμε και να εκτοξεύουμε χαρακτηρισμούς, ο συνομιλητής μας λογικά θα κάνει το ίδιο και το μόνο που θα καταφέρουμε θα είναι να τσακωθούμε, αποτυγχάνοντας τελικά να επικοινωνήσουμε. Το δεύτερο χαρακτηριστικό της σωστής επικοινωνίας είναι η πλήρης έκθεση των εκατέρωθεν επιχειρημάτων. Για να είναι δηλαδή μία επικοινωνία επιτυχημένη, πρέπει η κάθε πλευρά να πει όλα όσα θέλει, επί του θέματος. Αυτό προϋποθέτει βέβαια και κάποιες δεξιότητες, για τις οποίες θα μιλήσω στη συνέχεια. Αφού γίνει αυτό και μόνο, μπορούμε μετά να συνεργαστούμε στο να εξετάσουμε αυτές τις θέσεις από κοινού, να διαπραγματευτούμε πάνω σε αυτές, να τις συνδυάσουμε και να φτάσουμε σε ένα συμπέρασμα, το οποίο βέβαια μπορεί επίσης να είναι διαφορετικό για κάθε πλευρά. Ακόμη κι έτσι όμως, το συμπέρασμα αυτό θα έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να είναι σωστό(κατά την κρίση της κάθε πλευράς), από τη στιγμή που θα έχει προκύψει από όλα τα δεδομένα της κατάστασης. Αν δεν είναι όλα τα δεδομένα γνωστά, τότε είναι πολύ πιθανό το συμπέρασμα που θα βγάλουμε να είναι λάθος. Σε περίπτωση που σε μία επικοινωνία διατηρούνται χαμηλοί τόνοι και είναι "όλα τα χαρτιά πάνω στο τραπέζι", τότε είναι σωστή γιατί μπορούμε να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα, πράγμα που είναι και το σημαντικότερο, ακόμα κι αν αυτά διαφέρουν για κάθε πλευρά.

   Πέρα από αυτά, υπάρχουν και κάποια ακόμη πράγματα που πρέπει να κάνει κάποιος, προκειμένου να επικοινωνεί σωστά και εποικοδομητικά, και τα οποία φυσικά σχετίζονται με τη διασφάλιση των δύο παραπάνω στόχων. Το πρώτο είναι να έχει ξεκαθαρίσει στο δικό του κεφάλι, πρώτα απ' όλα, τι πιστεύει και γιατί. Αν κάποιος δεν το έχει κάνει αυτό πριν μπει σε μία συζήτηση, και ψάχνεται εκείνη τη στιγμή, τότε το πιθανότερο είναι η συζήτηση αυτή να αποδειχθεί ατελέσφορη, αφού θα μπερδέψει τελικά το συνομιλητή του, και ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό. Από κει και πέρα, θα πρέπει ακόμη να κάτσει να σκεφτεί πάνω στο θέμα αυτό, προκειμένου να είναι σε ένα καλό επίπεδο, όταν χρειαστεί να το συζητήσει. Αν τα επιχειρήματά του είναι σαθρά, ή ακόμη και απλοϊκά, τότε δεν θα βοηθήσει τη συζήτηση να εξελιχθεί κι είναι ακόμη πιθανό οι συνομιλητές του να μην τον πάρουν σοβαρά και έτσι είτε να μην μπουν στη διαδικασία να σκεφτούν όσα λέει είτε ακόμη και να τον προσβάλλουν. Τα επόμενα πράγματα που πρέπει να κάνει κάποιος αφορούν αυτά που ανέφερα και πιο πάνω, αυτά που προάγουν την πλήρη έκθεση των εκατέρωθεν επιχειρημάτων. Δύο είναι τα χαρακτηριστικά που το κάνουν αυτό, και συνεπώς είναι καλό να τα δουλέψουμε, όσο μπορούμε. Το ένα είναι η οργανωμένη σκέψη, ώστε να ξέρεις τι θες να πεις και με ποια σειρά, παρακολουθώντας παράλληλα και το συνομιλητή σου, και το δεύτερο είναι η καλή μνήμη, ώστε να θυμάσαι τι θες να πεις και τι λέει κι ο άλλος. Ειδικά η μνήμη είναι πολύ σημαντική, όταν ο συνομιλητής σου είναι ένα άτομο που δεν έχει το πρώτο χαρακτηριστικό, την οργανωμένη σκέψη, και έτσι θα πετιέται από το ένα θέμα στο άλλο και θα πρέπει εσύ να τον ακολουθήσεις. Επομένως, είναι χρήσιμο να καλλιεργήσει κανείς αυτά τα δύο χαρακτηριστικά(πράγμα που όπως έχω ξαναπεί είναι κυρίως θέμα προσπάθειας) ώστε να είναι σε θέση να κάνει υψηλότερου επιπέδου συζητήσεις. Last but not least(=τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό), είναι να καλλιεργήσει μία ικανότητα που είναι θεωρητικά κυρίως προνόμιο των ψυχολόγων. Η ικανότητα αυτή είναι να βλέπει πίσω από το προφανές. Πολύ συχνά οι άνθρωποι δεν εκφράζουν αυτό ακριβώς που νοιώθουν και σκέφτονται. Είτε επειδή φοβούνται, είτε επειδή θέλουν σκόπιμα να παραπλανήσουν, είτε γιατί ακόμα κι αυτοί οι ίδιοι δεν το έχουν συνειδητοποιήσει. Η ικανότητα αυτή λοιπόν βοηθάει σημαντικά να πάρουμε όλα τα δεδομένα, και τα σωστά δεδομένα, από τον συνομιλητή μας, προκειμένου να μη συζητάμε άδικα πάνω σε πράγματα που τελικά δεν ισχύουν και να φτάσουμε σε ένα σωστότερο και πληρέστερο συμπέρασμα.

   Παράλληλα με όλα αυτά, υπάρχουν και τα πράγματα εκείνα που δεν πρέπει να κάνουμε, ούτως ώστε να επικοινωνούμε σωστά. Το πρώτο είναι αυτό, στο οποίο είχα αναφερθεί και στο παρελθόν, με το 2ο Κοινωνιολογικό δοκίμιο. Δεν πρέπει να νοιαζόμαστε μονάχα να πούμε αυτά που θέλουμε, θέλοντας να πείσουμε τον συνομιλητή μας και χωρίς να ακούμε καν αυτό που μας λέει εκείνος. Είναι ένα πολύ συχνό λάθος που κάνουν οι άνθρωποι στις μέρες μας. Μιλάνε, χωρίς να ακούνε. Αν το κάνεις αυτό όμως, όπως προκύπτει εύκολα, τότε δεν θα λάβεις τα δεδομένα που εκθέτει ο άλλος κι έτσι θα αποτύχεις να κάνεις αυτό που προανέφερα, να διαμορφώσεις πλήρη κρίση και να βγάλεις ασφαλή συμπεράσματα, αντίθετα, μάλλον ο διάλογος θα καταλήξει λογομαχία. Το δεύτερο που δεν πρέπει να κάνουμε το ανέφερα επίσης σε εκείνο το δοκίμιο, μα πάνω απ΄όλα στον πρόλογο, το πρώτο κείμενο που έγραψα σε αυτό το blog. Δεν πρέπει να θεωρούμε την άποψή μας 100% σωστή, σωστή δίχως κανένα περιθώριο λάθους. Αν το κάνουμε αυτό, αφενός στρέφουμε τους συνομιλητές μας εναντίον μας, δίνοντάς τους την (σωστή) εντύπωση ότι μιλάνε σε έναν τοίχο, που ό,τι κι αν του πεις δεν πρόκειται να μετακινηθεί ούτε χιλιοστό, κι αφετέρου περιορίζουμε ξανά την κρίση μας. Μένουμε στο σημείο που είμαστε και δεν εμπλουτίζουμε τις ιδέες μας στο ελάχιστο. Γιατί, όπως λέει και ο Ραλφ Βάλντο Έμερσον, "Κάθε άνθρωπος που συναντάω είναι σε κάτι ανώτερος από μένα. Έτσι μαθαίνω από αυτόν!". Κι ο πιο ανόητος κι ανίδεος άνθρωπος κάτι έχει να μας δώσει, αν τον ακούσουμε προσεκτικά και με ανοιχτό μυαλό.

   Ένα ακόμη σημείο που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, αφορά την επίγνωση και των σεβασμό των ευαίσθητων σημείων για το άτομο με το οποίο συζητάμε. Όλοι μας έχουμε κάποια πράγματα που μας θυμώνουν ή/και μας στενοχωρούν. Αν λοιπόν θίξουμε ένα τέτοιο σημείο του συνομιλητή μας, τότε πιθανότατα θα του δημιουργήσουμε κάποια συναισθηματική φόρτιση, κάτι που αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για τη διενέργεια μίας εποικοδομητικής επικοινωνίας. Γενικά, τα συναισθήματα είναι ένα συστατικό που πρέπει, όσο μπορούμε, να το κρατάμε εκτός των επικοινωνιών μας. Αυτό, για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή θολώνει την κρίση μας και εμποδίζει έτσι τον ένα σημαντικό στόχο της επικοινωνίας, την εξαγωγή σωστών(για κάθε πλευρά) συμπερασμάτων. Και, δεύτερον, επειδή είναι κάτι τελείως ατομικό κι υποκειμενικό. Είπα στην αρχή ότι κάθε άποψη είναι υποκειμενική και είναι πιθανό ο ένας να μη δέχεται την άποψη του άλλου. Αλλά ακόμα κι αν τη θεωρεί λάθος, μπορεί να την υποδεχθεί μέσα στο μυαλό του και να την κατανοήσει, σαν ιδέα. Με το συναίσθημα δεν ισχύει το ίδιο. Το συναίσθημα είναι κάτι πολύ πιο ποικιλόμορφο από μία απλή άποψη. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι δύσκολο να νοιώσεις όπως κάποιος αν δεν βρίσκεσαι στη θέση του, μα κυρίως, επειδή ακόμα και τότε, είναι δύσκολο να νοιώσεις το ίδιο. Ο κάθε άνθρωπος αγαπάει, θυμώνει, στενοχωριέται με διαφορετικό τρόπο. Εντάσσοντας λοιπόν το συναίσθημα σε μία επικοινωνία, μεγαλώνεις ακόμα περισσότερο το χάσμα με τους συνομιλητές σου, που θα δυσκολευτούν να σε νοιώσουν, πολύ περισσότερο από ότι θα δυσκολευτούν να σε καταλάβουν. Τέλος, κάτι που δεν πρέπει να κάνουμε, για να διατηρούμε την ποιότητα των επικοινωνιών μας, είναι να μην αλλάζουμε θέμα προτού έχει κλείσει το τρέχον. Άλλοι άνθρωποι το κάνουν λόγω βιασύνης, άλλοι επίτηδες, για να αποφύγουν κάτι που δεν τους συμφέρει. Εφόσον όμως ένα θέμα δεν έχει κλείσει, τότε αυτό που έθεσα πριν ως απαραίτητη προϋπόθεση της σωστής επικοινωνίας, η πλήρης έκθεση των θέσεων δεν θα έχει επιτευχθεί. Είναι λοιπόν εμφανές, νομίζω, για ποιο λόγο δεν πρέπει να γίνεται αυτό.

   Στο 14ο ψυχολογικό δοκίμιο, εκτός από το βασικό θέμα, την "άμυνα της καθαρής συνείδησης", είχα μιλήσει και για κάποιους περιορισμούς στη χρήση της. Οι περιορισμοί αυτοί έχουν εφαρμογή κι εδώ, αφού ό,τι λέω βασίζεται επίσης σε αυτές τις αρχές. Πιο συγκεκριμένα όμως, θα ήθελα να επαναλάβω κάτι. Πρέπει να αποδεχτούμε ότι κάποια πράγματα δεν εξαρτώνται από εμάς, όπως είναι να πείσουμε τους άλλους και να καταλήξουμε σε κοινά συμπεράσματα. Οπότε, αφού δεν εξαρτώνται από εμάς, δεν έχει νόημα να θέτουμε αυτά ως στόχους μας. Στόχοι μας πρέπει να είναι πράγματα που εξαρτώνται από εμάς. Όσον αφορά λοιπόν την επικοινωνία, ως στόχους σχετικά με αυτή όρισα το να διατηρούνται χαμηλοί τόνοι και να εκφράζονται όλα τα επιχειρήματα κι όλες οι αλήθειες κάθε πλευράς. Εφόσον γίνεται αυτό, τότε πρέπει να πάρουμε όλα τα δεδομένα και να τα επεξεργαστούμε, ώστε να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας. Και το να γίνεται η επικοινωνία σωστά(έστω από τη δική μας πλευρά), και το να επεξεργαστούμε σωστά τα δεδομένα, είναι δύο πράγματα πολύ σημαντικά, που είναι στο χέρι μας. Ας είναι λοιπόν οι στόχοι μας αυτοί.

                                                      Homo Cogitans

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

14ο Ψυχολογικό Δοκίμιο: Η άμυνα της καθαρής συνείδησης

   Ένα "φιλοσοφικό" ερώτημα που με απασχόλησε σημαντικά τους τελευταίους μήνες αφορά την απόδοση αιτιών για κάτι αρνητικό που μας συμβαίνει. Πιο συγκεκριμένα, τι είναι τελικά καλύτερο, όταν μας έχει συμβεί κάτι κακό; Να θεωρούμε ότι εμείς δεν ευθυνόμαστε, και τα έχουμε κάνει όλα σωστά; Που από τη μία μας κάνει να νοιώθουμε καλά με τον εαυτό μας, αλλά από την άλλη αδύναμοι, ανίκανοι να καθορίσουμε αποτελεσματικά τη μοίρα μας; Ή να ξέρουμε ότι σε έναν σημαντικό βαθμό ευθυνόμαστε εμείς για το κακό που μας βρήκε, έχοντας χειριστεί κάποια πράγματα λάθος; Που μας κάνει να νοιώθουμε τύψεις, απέναντι στον εαυτό μας, ή και σε άλλους, αλλά να ξέρουμε κατά βάθος ότι, όπως κάναμε κάτι λάθος και είχαμε ένα αρνητικό αποτέλεσμα, έτσι μπορούμε, κάνοντας κάτι σωστό, να πετύχουμε αυτό που επιζητάμε; Η διερεύνηση αυτού του διλήμματος με οδήγησε στην ανακάλυψη μίας τεχνικής, την οποία ονομάζω ως "άμυνα της καθαρής συνείδησης".

    Όπως θα ξέρουν όσοι γνωρίζουν από ψυχολογία, άμυνες ορίζονται κάποιοι μηχανισμοί που χρησιμοποιούμε εμείς οι άνθρωποι ώστε να μειώσουμε το στρες που νοιώθουμε από διάφορες αρνητικές σκέψεις-καταστάσεις, διατηρώντας έτσι την "ψυχική μας ομοιόσταση". Ο Vaillant τις χώρισε σε τέσσερις κατηγορίες, α)τις παθολογικές, β)τις ανώριμες, γ)τις νευρωτικές και δ)τις ώριμες, ανάλογα με το ψυχαναλυτικό αναπτυξιακό στάδιο, ή, με πιο απλά λόγια, το επίπεδο ωριμότητας που χαρακτηρίζει τις τεχνικές που τείνει να χρησιμοποιεί ένα άτομο(λέω τείνει γιατί σπάνια εώς ποτέ δεν χρησιμοποιεί κάποιος μόνο μίας κατηγορίας αμυντικούς μηχανισμούς, συνήθως υπάρχει ένας συνδυασμός). Ένα ακόμα στοιχείο διαφοροποίησης αφορά και το επίπεδο συνειδητότητας που συνοδεύει τις άμυνες αυτές, κατά πόσο δηλαδή το άτομο αντιλαμβάνεται ότι τις χρησιμοποιεί. Οι μόνη κατηγορία που ενέχει ένα σημαντικό επίπεδο συνειδητότητας, και πάλι όχι σε απόλυτο βαθμό, είναι οι ώριμες άμυνες. Ένα κλασικό παράδειγμα τέτοιας άμυνας είναι το χιούμορ. Κάποιος κάνει πλάκα, διακωμωδεί καταστάσεις που τον κάνουν να νοιώθει άσχημα, προκειμένου να αισθανθεί καλύτερα. Αυτό γίνεται συνήθως συνειδητά. Η άμυνα για την οποία θα μιλήσω σήμερα, είναι μία παρόμοια άμυνα, την οποία εγώ επίσης θα τοποθετούσα στις ώριμες άμυνες, κι αφορά, όπως προαναφέρθηκε την καθαρή συνείδηση. Παράλληλα βέβαια, εκτός από άμυνα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παράλληλα κι ως μία γνωσιακού τύπου τεχνική για τη διαχείριση των αποτυχιών. Ωστόσο την ορίζω ως άμυνα, επειδή θεωρώ ότι γίνεται πιο αυτόματα και δεν έχει το βάθος μίας ανεπτυγμένης, εντός της ψυχολογίας, τεχνικής.

   Προτού μιλήσω βέβαια ξεκάθαρα για το πώς ακριβώς δουλεύει, πρέπει να κάνω μία διευκρίνιση, και να δώσω ίσως την εντύπωση ότι αποδομώ και σε κάποιο βαθμό τις ιδέες που ανέφερα σε ένα προηγούμενο κείμενό μου, αλλά στην πραγματικότητα χτίζοντας ακόμα περισσότερο πάνω σε αυτές. Στο 25ο φιλοσοφικό-λογικό δοκίμιο είχα μιλήσει για την "κανονικότητα που διέπει τη ζωή μας". Η βασική ιδέα πάνω στην οποία στηριζόταν το κείμενο αυτό ήταν ότι, όταν κάνεις κάτι σωστά, θα έχεις κι ένα θετικό αποτέλεσμα, ενώ όταν κάνεις κάτι λάθος, τότε θα έχεις ένα αρνητικό αποτέλεσμα. Είχα αφήσει τότε ένα παράθυρο σε αυτή τη θεωρία. Αυτό το παράθυρο ήταν η τύχη, την οποία είχα ορίσει ως οτιδήποτε συμβαίνει και έχει εξωτερικά από μας αίτια, καθορίζοντας παράλληλα, θετικά ή αρνητικά, κάποια προσπάθειά μας. Είχα πει και τότε ότι κάποιες φορές ο παράγοντας αυτός μπορεί να σπάσει τον κανόνα της αιτιότητας, οδηγώντας ουσιαστικά μία ανεπαρκή προσπάθεια σε ένα άρτιο αποτέλεσμα, ή και το αντίθετο. Την τύχη την είχα χωρίσει και σε δύο κατηγορίες, την τύχη "αγνώστου" και "γνωστού υποκειμένου". Η πρώτη ήταν κάτι που απλά γίνεται, και δεν ξέρουμε ποιος και γιατί το προκαλεί, ενώ η δεύτερη κάτι που γίνεται από κάποιον άλλο, και ξέρουμε το υποκείμενο της πράξης και, αρκετά συχνά, και το κίνητρό του. Θα ήθελα να εστιάσω λίγο ακόμη εδώ. Η δεύτερη αυτή μορφή τύχης πρακτικά εμπερικλύει όσα γίνονται από άλλους κι επηρεάζουν εμάς. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, ζούμε με άλλους ανθρώπους, πολλούς άλλους ανθρώπους, κι οι ζωές μας είναι συνδεδεμένες. Παρόλο όμως που είμαστε όλοι άνθρωποι, και, λίγο-πολύ, "βράζουμε στο ίδιο καζάνι", οι λογικές μας πάντα διαφέρουν, άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι μπορεί να κάνουμε εμείς κάτι που με τη δική μας λογική είναι σωστό αλλά για κάποιου άλλου δεν είναι, είτε επειδή κάποιος από τους δύο κάνει λάθος(σε θέματα που μόνο ένα είναι το σωστό) είτε επειδή απλά έχουμε διαφορετικές προσεγγίσεις(σε θέματα με πολλαπλές σωστές προσεγγίσεις). Και, αν εμβαθύνουμε, λίγο περισσότερο; Σημαίνει ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι άψογα, τέλεια, καταπληκτικά, και να μην έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα επειδή κάποιος το απέρριψε/δεν το εκτίμησε, είτε επειδή έχει λανθασμένη κρίση, είτε επειδή απλά έχουμε διαφορετικά γούστα.

   Όπως προκύπτει λοιπόν, από όλα τα παραπάνω, ο κανόνας της κανονικότητας έχει αρκετές εξαιρέσεις, οι οποίες βέβαια τελικά τον επιβεβαιώνουν, αφού δεν παύει τις περισσότερες φορές να επικρατεί. Ωστόσο, αυτή η συνειδητοποίηση, με τη σειρά της, οδηγεί τη σκέψη μας κάπου αλλού. Αυτό το "αλλού", για να το εκφράσω, θα δανειστώ αυτολεξεί κάτι που είχα πει στο 25ο φιλοσοφικό-λογικό δοκίμιο. "Πρέπει να πάψουμε να δίνουμε σημασία στο τι μας έρχεται ουρανοκατέβατο και να εστιάσουμε στο τι μπορούμε εμείς να διεκδικήσουμε και να κερδίσουμε. Να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, ό,τι περνάει από το χέρι μας, ώστε εμείς από την πλευρά μας να είμαστε σωστοί και να μη σκεφτόμαστε τι μπορεί να τύχει και τι μπορεί να μας δώσουν οι άλλοι." Γιατί, όπως διαπίστωσα, και μέσω σκέψης, και στην πράξη, είναι πραγματικά πολύ καλύτερο, να ξέρεις ότι έχεις κάνει ό,τι καλύτερο μπορείς μετά από μία αποτυχία, παρά ότι δεν προσπάθησες αρκετά. Θεωρώ ότι το να ξέρεις ότι η αποτυχία οφείλεται (κυρίως) σε σένα έχει μεν το θετικό που προανέφερα, ότι σου δίνει την ελπίδα ότι αν προσπαθήσεις περισσότερο&σωστότερα θα κατακτήσεις αυτό που θες, αλλά παράλληλα σε κάνει να νοιώθεις πάρα πολύ άσχημα. Αντίθετα, αν ξέρεις ότι προσπάθησες όσο κι όπως έπρεπε, αν έχεις καθαρή τη συνείδησή σου, μπορείς έτσι να νοιώσεις καλύτερα. Επομένως, ο αμυντικός μηχανισμός που προτείνω με αυτό το κείμενο είναι ακριβώς αυτό, να κάνει ο καθένας ό,τι καλύτερο μπορεί για να πετύχει τους στόχους του και να έχει επίγνωση αυτού, ακόμα και σε περίπτωση που εξωτερικοί παράγοντες(-τύχη) του χαλάσουν τα σχέδια.

   Φυσικά, ο συγκεκριμένος μηχανισμός έχει κάποιους περιορισμούς. Ο πρώτος αφορά αυτό που είπα κλείνοντας την προηγούμενή μου παράγραφο. "Να έχει επίγνωση αυτού". Για να δουλέψει αυτός ο αμυντικός μηχανισμός, το άτομο πρέπει να γνωρίζει και να έχει αποδεχθεί κάποια πράγματα. Πρώτον, φυσικά, αυτό που είπα κι εκεί, ότι δηλαδή έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Αν το άτομο δεν το έχει συνειδητοποιήσει αυτό, τότε πολύ απλά δεν θα έχει καθαρή τη συνειδησή του, και δεν θα μπορεί να νοιώσει καλύτερα. Αυτό βέβαια, όσο κι αν είναι σημαντικό, δεν είναι τόσο συχνό ως πρόβλημα, αφού οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν πρόβλημα να αντιληφθούν την προσπάθειά τους ως εξαιρετική, ακόμα κι όταν δεν είναι. Ο δεύτερος περιορισμός, στον οποίο έκανα λόγο πιο πάνω, είναι μάλλον κάπως πιο δύσκολος στην αποδοχή του από τους ανθρώπους. "Ο κανόνας της κανονικότητας σπάει". Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι μπορεί να κάνεις κάτι τέλεια κι η τύχη να στο διαλύσει όσο δεν πάει. Είναι κάτι διόλου απίθανο. Η τύχη, ή και οι άλλοι(που όπως προείπα είναι κι αυτοί μια μορφής τύχη αφού οι πράξεις τους είναι εκτός του δικού μας ελέγχου) μπορούν να χαλάσουν μία άρτια προσπάθεια και να μην επιτρέψουν να στεφθεί με επιτυχία. Είναι κάτι αρκετά δύσκολο για κάποιους ανθρώπους, ειδικά για τους επιμελείς και τους τελειομανείς να το αποδεχθούν, ότι μπορεί να κάνουν κάτι τέλεια και πάλι να μην πετύχουν το στόχο τους. Κι όσο κι αν έχουν μάλλον δίκιο να αγανακτούν με αυτό, είναι κάτι που είναι έτσι και δεν αλλάζει. Και όπως έχω μάθει πλέον καλά και προτείνω και στους άλλους, κάτι που δεν μπορούμε να το αλλάξουμε πρέπει να το αποδεχόμαστε. Και η αποδοχή της συγκεκριμένης αρχής είναι απαραίτητη για τη χρήση της άμυνας της καθαρής συνείδησης, η οποία επιτυγχάνεται μέσω μίας τρίτης αρχής-περιορισμού της. "Να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, ό,τι περνάει από το χέρι μας, ώστε εμείς από την πλευρά μας να είμαστε σωστοί και να μη σκεφτόμαστε τι μπορεί να τύχει και τι μπορεί να μας δώσουν οι άλλοι." Πιο απλά, να μην κοιτάμε τόσο το αποτέλεσμα, θα έλεγα. Κάποιος μπορεί να το θεωρήσει αυτό τρελό. Εγώ αρχικά θα επισημάνω κάτι που δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος, αλλά οι περισσότεροι δεν το κάνουν. Το αποτέλεσμα δεν είναι 100% στο χέρι μας, ενώ το να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για αυτό είναι. Οπότε είναι πιο λογικό να νοιαζόμαστε για αυτό. Μα κυρίως, σας παραπέμπω όλους στο ποίημα του Καβάφη, "Ιθάκη"(όσοι δεν το έχετε διαβάσει κάντε το, αξίζει πραγματικά). Από όλο αυτό το υπέροχο ποίημα που εκφράζει με έναν πιο καλλιτεχνικό τρόπο αρκετά από όσα λέω σε αυτό το κείμενο, θα εστιάσω σε έναν στοίχο: "Η Ιθάκη σε έδωσε το ωραίο ταξίδι". Οι "Ιθάκες", οι στόχοι μας, αυτό το σκοπό πρέπει να έχουν, σε έναν κόσμο που ο κανόνας της αιτιότητας-κανονικότητας υπάρχει, πλην όμως δεν είναι 100% κυρίαρχος. Να αποτελούν τους φάρους που μας κινητοποιούν, μας κάνουν να βγαίνουμε από το καβούκι μας και να κάνουμε ταξίδια. Που μπορεί η τύχη να τα φέρει έτσι και να μην φτάσουμε στον προορισμό μας ή να μην κερδίσουμε όσα αποσκοπούσαμε ξεκινώντας, αλλά ποτέ, μα ποτέ, ένα ταξίδι, που γίνεται σωστά, δεν είναι άσκοπο. Μπορεί η τύχη να μας στερήσει αυτά που ονειρευόμαστε μια, τρεις, δέκα φορές. Αλλά πάντα, αν αναζητάμε τι είναι το σωστό να κάνουμε και το κάνουμε, πάντα αργά η γρήγορα θα κερδίσουμε κάποια, τα περισσότερα λογικά, από αυτά που θέλουμε. Και θα νοιώθουμε, στο μεγαλύτερο βαθμό, καλά με τον εαυτό μας, ξέροντας ότι δεν ευθυνόμαστε εμείς για όσα ονειρεύτηκε και δεν κατέκτησε τελικά.

   Θα μπορούσα κάλλιστα να κλείσω το σημερινό κείμενο με το παραπάνω. Ωστόσο, υπάρχει και μία ακόμη πτυχή της άμυνας της καθαρής συνείδησης. Ένας ακόμη περιορισμός, όχι για το αν θα μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε, αλλά για το αν θα το κάνουμε σωστά, οπότε και, σύμφωνα με τον κανόνα της κανονικότητας, θα έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα, το οποίο είναι να νοιώθουμε καλά και να βελτιωνόμαστε συνεχώς σαν άνθρωποι. Γιατί η άμυνα της καθαρής συνείδησης, όσο κι αν θεωρώ ότι είναι κι αποτελεσματική κι ωφέλιμη, ενέχει μία μεγάλη παγίδα. Η παγίδα αυτή αφορά την αποποίηση των ευθυνών μας, όταν υπάρχουν. Γιατί κάποιες φορές θα φταίμε σίγουρα και μεις, κάτι δεν θα έχουμε κάνει καλά, κάτι θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει καλύτερα. Συνεπώς, θα είναι σε βάθος χρόνου καταστροφικό να μην το αντιλαμβανόμαστε. Μπορεί βραχυπρόθεσμα να είναι βοηθητικό, να μας κάνει να νοιώθουμε καλύτερα, αλλά μακροπρόθεσμα θα είναι βλαβερό γιατί δεν θα εντοπίσουμε τα λάθη μας, δεν θα τα διορθώσουμε, θα τα ξανακάνουμε και θα βρεθούμε πάλι χαμένοι. Πρόκειται για ένα λάθος που πολλοί άνθρωποι κάνουν. Είναι κι αυτό μία μορφή άμυνας, να μην αντιλαμβάνεσαι ότι εσύ είσαι υπεύθυνος για κάτι αρνητικό που σου συνέβη και να τα ρίχνεις αλλού. Όπως είπα όμως, σε βάθος χρόνου είναι κάτι πολύ κακό, για αυτό δεν το συνιστώ καθόλου. Ακόμα κι αν η ευθύνη σου είναι πολύ μικρή, 5% πχ, ακόμα και τότε πρέπει να την αναλάβεις. Μπορεί, σε κάποιες περιπτώσεις, αυτό το μικρό και, φαινομενικά, ασήμαντο 5%, να κάνει όλη τη διαφορά. Αρχικά θα απογοητευτείς, πράγμα απόλυτα λογικό βέβαια, αλλά ακόμα κι αυτό το συναίσθημα θα καταλαγιάσει μόλις νοιώσεις ότι διόρθωσες μία ανεπάρκειά σου και πλέον είσαι ικανότερος να χειριστείς ανάλογες καταστάσεις στο μέλλον. Ίσως να είναι και περιττό πλέον, αλλά για παν ενδεχόμενο θα υπενθυμίσω και κάτι που λέω πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις. Πρέπει στα πάντα να υπάρχει ένα μέτρο. Όσον αφορά λοιπόν την άμυνα της καθαρής συνείδησης, δεν πρέπει να γίνονται υπερβολές στη χρήση της, όπως πχ να μην κοιτάμε καθόλου το αποτέλεσμα και να μη νοιαζόμαστε καθόλου για αυτό, ή να φτάσουμε στο επίπεδο του ψυχαναγκασμού, εξετάζοντας με υπερβολικό πείσμα πώς μπορούμε να κάνουμε κάτι όσο πιο τέλεια γίνεται, να γίνουμε δηλαδή αρρωστημένα τελειομανείς.

   Πριν κλείσω, θα ήθελα να αναφέρω και κάτι τελευταίο. Ανέφερα στην αρχή ότι το να  είμαστε εμείς οι ίδιοι υπεύθυνοι για κάτι αρνητικό που μας συνέβη βοηθάει στο να νοιώθουμε δυνατοί, ικανοί να καθορίσουμε τη μοίρα μας και να την ανατρέψουμε, κάνοντας το σωστό. Και, αντίθετα, ότι αν ξέρουμε ότι έχουμε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούμε και πάλι αποτύχαμε νοιώθουμε αδύναμοι ενάντια σε εκείνη. Και φυσικά, αυτά ισχύουν. Όπως και κάτι που είχα πει, μεταξύ άλλων, στο 25ο φιλοσοφικό-λογικό δοκίμιο: "Ένας άνθρωπος που πιστεύει ότι είναι έρμαιο των συνθηκών και δε βρίσκεται στο χέρι του η δυνατότητα να αλλάξει τα πράγματα, είναι πολύ ευκολότερο να απογοητευτεί οικτρά και να τα παρατήσει, σε σχέση με κάποιον που ξέρει ότι μπορεί, καταβάλλοντας μεγαλύτερη προσπάθεια, να κερδίσει αυτό που επιθυμεί." Αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι η άμυνα της καθαρής συνείδησης είναι ανεπαρκής. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους, που θα μπορούσα να ορίσω ως επιπλέον περιορισμούς στη χρήση της, πράγματα που πρέπει να γνωρίζει το άτομο και να έχει αποδεχτεί, ώστε να τη χρησιμοποιήσει, και αφορούν επίσης πράγματα που έχω προαναφέρει. Α)"Όπως προκύπτει λοιπόν, από όλα τα παραπάνω, ο κανόνας της κανονικότητας έχει αρκετές εξαιρέσεις, οι οποίες βέβαια τελικά τον επιβεβαιώνουν, αφού δεν παύει τις περισσότερες φορές να επικρατεί" Και να προσθέσω κι ένα ακόμα, "Μπορεί η τύχη να μας στερήσει αυτά που ονειρευόμαστε μια, τρεις, δέκα φορές. Αλλά πάντα, αν αναζητάμε τι είναι το σωστό να κάνουμε και το κάνουμε, πάντα αργά η γρήγορα θα κερδίσουμε κάποια, τα περισσότερα λογικά, από αυτά που θέλουμε." Ναι, αγαπητοί μου φίλοι. Η τύχη λίγες μόνο φορές, συγκριτικά με το σύνολο των προσπαθειών μας, θα μας χαλάει τις άρτιες προσπάθειες. Κάποιες φορές θα το κάνει, τις περισσότερες όμως όχι. Αυτό σημαίνει ότι ναι μεν δεν έχουμε πλήρη εξουσία πάνω στη μοίρα μας, αλλά έχουμε μία μεγάλη. Και, Β)"Μπορεί, σε κάποιες περιπτώσεις, αυτό το μικρό και, φαινομενικά, ασήμαντο 5%, να κάνει όλη τη διαφορά." Πάντα θα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης. Έστω και πολύ μικρά. Που μπορεί όμως να αποτελέσουν τις μικρές λεπτομέρειες που θα κάνουν τη διαφορά. Είναι πολύ πιο βοηθητικό να εστιάσουμε εκεί παρά στο υπόλοιπο 95%, πχ, που αν και μεγάλο ποσοστό δε στάθηκε τελικά αρκετό για να μας οδηγήσει στην επιτυχία.

   Γενικά, η άμυνα της καθαρής συνείδησης είναι κάτι που χρησιμοποιώ αρκετό καιρό τώρα και έχω δει και στην πράξη ότι είναι ένας βοηθητικός τρόπος αντιμετώπισης των δυσκολιών και των αποτυχιών. Σημείο κλειδί βέβαια στη χρήση της, είναι να γνωρίζει κάποιος τους (αρκετούς μάλλον) περιορισμούς της, τις συνειδητοποιήσεις που είναι απαραίτητο να κάνουμε ούτως ώστε να μπορέσουμε να τη χρησιμοποιήσουμε αποτελεσματικά. Ωστόσο, θεωρώ ότι αξίζει πέρα για πέρα τον κόπο, γιατί μπορεί, όχι μόνο να μας κάνει να νοιώσουμε καλύτερα, αλλά και να διαχειριστούμε τις αποτυχίες μας με έναν εποικοδομητικό τρόπο και να βελτιωθούμε μέσω αυτών, αντλώντας τελικά από αυτές οφέλη.

                                                   Homo Cogitans