Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

10ο Κοινωνιολογικό Δοκίμιο: Βασικές Αρχές Επικοινωνίας & Διαπραγμάτευσης

   Ο Όσκαρ Ουάιλντ είχε πει κάποτε: "Το να ζεις είναι το πιο σπάνιο πράγμα στον κόσμο. Οι περισσότεροι άνθρωποι απλά υπάρχουν". Σήμερα λοιπόν, εγώ θα δανειστώ αυτά τα πολύ σωστά λόγια και θα τα παραφράσω λίγο: "Το να επικοινωνείς είναι το σπανιότερο πράμα στον κόσμο. Οι περισσότεροι άνθρωποι απλά μιλάνε". Όσο περισσότερο μεγαλώνω, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνομαι ότι το πρόβλημα επικοινωνίας που υπάρχει σήμερα, μεταξύ των ανθρώπων, και στο οποίο είχα κάνει μία αναφορά με το 2ο Κοινωνιολογικό μου δοκίμιο, πριν 5 χρόνια, είναι πολύ μεγάλο. Κρίνω λοιπόν αναγκαίο να επανέλθω σε αυτό και να το εμπλουτίσω, με κάποιες νέες ιδέες, προσπαθώντας όσο μπορώ από την πλευρά μου να γεφυρώσω αυτό το χάσμα.

   Το πρώτο πράγμα, στο οποίο θεωρώ αναγκαίο να αναφερθώ, είναι τι σημαίνει τελικά αυτή η μαγική λέξη, "επικοινωνία". Η επικοινωνία λοιπόν ορίζεται ως η διαδικασία ανταλλαγής μηνυμάτων, μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ατόμων, για τα οποία τα μηνύματα αυτά έχουν κάποιο νόημα. Αυτό, μόνο. Μπορεί σε κανέναν να μην κάνει ιδιαίτερη εντύπωση αυτός ο ορισμός, μπορεί να είναι κάτι που τους φαίνεται εντελώς αυτονόητο. Στη θεωρία, γιατί στην πράξη, νομίζω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι το χάνουν μόλις από εδώ. Έχω την εντύπωση ότι η πλειονότητα των ανθρώπων, για να νοιώσει ικανοποιημένη από μία επικοινωνία με άλλους, καθώς κι ότι αυτή είχε νόημα, ότι πρέπει αυτή η επικοινωνία να καταλήξει κάπου. Σε μία συμφωνία, στο να πείσουν τον άλλο για την ορθότητα των επιχειρημάτων τους και να τους επηρεάσουν ώστε να δράσουν σύμφωνα με τη δική τους λογική. Για αυτό το λόγο, αν και ήθελα αρκετό καιρό τώρα να γράψω για αυτό το θέμα, ήθελα πρώτα να γράψω το 14ο Ψυχολογικό δοκίμιο. Στο κείμενο αυτό αναφέρω, μεταξύ άλλων, ότι είναι πολύ πιθανό οι άλλοι να έχουν μία διαφορετική κρίση από τη δική μας, είτε επειδή κάνουν λάθος, είτε επειδή πρόκειται για θέμα επί του οποίου υπάρχουν πολλά σωστά, κι αυτό μπορεί να μας οδηγήσει σε μία αποτυχία σε κάποιο στόχο μας που εξαρτάται από αυτούς(στη συγκεκριμένη περίπτωση στο να συμφωνήσουμε με/πείσουμε τους άλλους). Αλλά κι ότι, παρ'όλ'αυτά, αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι αυτό που είναι στο χέρι το δικό μας, να είμαστε σωστοί, να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε. Και, για να καταλήξω σε ένα πιο ξεκάθαρο και πιο γενικό συμπέρασμα, θα κάνω και μία δεύτερη αναφορά, αυτή τη φορά στο 1ο Συνδυαστικό δοκίμιο, όπου είχα αναφέρει το εξής: "Και τώρα, θέλω να εστιάσω σε κάτι εξαιρετικά σημαντικό, ίσως στο σημαντικότερο πράγμα που θα αναφέρω σήμερα, χωρίς το οποίο τίποτα από τα άλλα δεν θα έχει αξία. Η προσωπική κρίση του κάθε ανθρώπου είναι η πραγματικότητά του κι έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία για εκείνον. Αυτό είναι κάτι, που για κάποιον σχεδόν ανεξήγητο λόγο, οι άνθρωποι αδυνατούν να καταλάβουν. Ο κάθε άνθρωπος ζει σε μία πραγματικότητα δική του, εξαρτώμενη από την αντίληψή του, και ζει σύμφωνα με τα δεδομένα που έχει". Υπάρχει μία μεγάλη ποικιλία διαφορετικών απόψεων, στα περισσότερα θέματα, και για τον κάθε άνθρωπο η άποψή του είναι κι η αλήθεια του κι ο τρόπος ζωής του. Αν δεν είναι ακόμα εμφανές λοιπόν, ας πω και ξεκάθαρα ότι είναι λάθος και μάταιο να επικοινωνούμε με στόχο να πείσουμε τους άλλους(χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν θα εκφράσουμε τις τυχόν διαφωνίες μας) και να καταλήξουμε σε μία συμφωνία. Όχι πώς αποκλείεται να συμβεί αυτό, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο, δεδομένου ότι ο κάθε άνθρωπος έχει την άποψή του, η οποία έχει αξία για αυτόν, και συνεπώς είναι δύσκολο να του την αλλάξουμε. Και εν πάση περιπτώσει, δεν είναι σίγουρα κάτι που εξαρτάται 100% από μας. Το σημαντικό είναι λοιπόν κι εδώ να κάνουμε το καλύτερο που περνάει από το χέρι μας. Κι αυτό το καλύτερο δεν είναι κάτι άλλο από το να προσπαθούμε, όσο μπορούμε από την πλευρά μας, να επικοινωνούμε τελικά σωστά, ώστε με το τέλος της επικοινωνίας να υπάρχει κάποιο νόημα, ακόμα κι αν δεν είναι αυτό που θέλουμε.

   Ποια είναι λοιπόν αυτή η "σωστή επικοινωνία"; Μα φυσικά, αυτή που δέχεται τον κανόνα της διαφορετικότητας των απόψεων. Πιο συγκεκριμένα, δηλαδή, η σωστή επικοινωνία διαθέτει δύο κυρίως χαρακτηριστικά. Το πρώτο, είναι ο σεβασμός αυτής της διαφορετικότητας. Από τη στιγμή που μπαίνουμε στη διαδικασία να συζητήσουμε με κάποιον, τότε πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για το ενδεχόμενο να διαφωνήσουμε, λιγότερο ή περισσότερο. Σε περίπτωση που συμβαίνει κάτι τέτοιο, ακόμα κι αν θεωρούμε ότι οι απόψεις του συνομιλητή μας είναι τελείως ανόητες, ή ότι υφιστάμεθα μία κατάφωρη αδικία από αυτόν, πρέπει να διατηρούμε τον τόνο της φωνής μας σε ένα πολιτισμένο επίπεδο και να αποφεύγουμε τους χαρακτηρισμούς, ακόμα κι αν εκείνος δεν το κάνει. Πιθανότατα θα το εκτιμήσει και, αντιλαμβανόμενος ότι τον σεβόμαστε και δεν προσπαθούμε να τον χειραγωγήσουμε, θα δώσει κι αυτός με τη σειρά του περισσότερη αξία στην επικοινωνία και τη δική μας άποψη. Ακόμα όμως κι αν δεν το κάνει, και πάλι έχουμε ένα κέρδος. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τι θα γίνει αν δεν το τηρήσουμε αυτό. Αν αρχίσουμε να φωνάζουμε και να εκτοξεύουμε χαρακτηρισμούς, ο συνομιλητής μας λογικά θα κάνει το ίδιο και το μόνο που θα καταφέρουμε θα είναι να τσακωθούμε, αποτυγχάνοντας τελικά να επικοινωνήσουμε. Το δεύτερο χαρακτηριστικό της σωστής επικοινωνίας είναι η πλήρης έκθεση των εκατέρωθεν επιχειρημάτων. Για να είναι δηλαδή μία επικοινωνία επιτυχημένη, πρέπει η κάθε πλευρά να πει όλα όσα θέλει, επί του θέματος. Αυτό προϋποθέτει βέβαια και κάποιες δεξιότητες, για τις οποίες θα μιλήσω στη συνέχεια. Αφού γίνει αυτό και μόνο, μπορούμε μετά να συνεργαστούμε στο να εξετάσουμε αυτές τις θέσεις από κοινού, να διαπραγματευτούμε πάνω σε αυτές, να τις συνδυάσουμε και να φτάσουμε σε ένα συμπέρασμα, το οποίο βέβαια μπορεί επίσης να είναι διαφορετικό για κάθε πλευρά. Ακόμη κι έτσι όμως, το συμπέρασμα αυτό θα έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να είναι σωστό(κατά την κρίση της κάθε πλευράς), από τη στιγμή που θα έχει προκύψει από όλα τα δεδομένα της κατάστασης. Αν δεν είναι όλα τα δεδομένα γνωστά, τότε είναι πολύ πιθανό το συμπέρασμα που θα βγάλουμε να είναι λάθος. Σε περίπτωση που σε μία επικοινωνία διατηρούνται χαμηλοί τόνοι και είναι "όλα τα χαρτιά πάνω στο τραπέζι", τότε είναι σωστή γιατί μπορούμε να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα, πράγμα που είναι και το σημαντικότερο, ακόμα κι αν αυτά διαφέρουν για κάθε πλευρά.

   Πέρα από αυτά, υπάρχουν και κάποια ακόμη πράγματα που πρέπει να κάνει κάποιος, προκειμένου να επικοινωνεί σωστά και εποικοδομητικά, και τα οποία φυσικά σχετίζονται με τη διασφάλιση των δύο παραπάνω στόχων. Το πρώτο είναι να έχει ξεκαθαρίσει στο δικό του κεφάλι, πρώτα απ' όλα, τι πιστεύει και γιατί. Αν κάποιος δεν το έχει κάνει αυτό πριν μπει σε μία συζήτηση, και ψάχνεται εκείνη τη στιγμή, τότε το πιθανότερο είναι η συζήτηση αυτή να αποδειχθεί ατελέσφορη, αφού θα μπερδέψει τελικά το συνομιλητή του, και ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό. Από κει και πέρα, θα πρέπει ακόμη να κάτσει να σκεφτεί πάνω στο θέμα αυτό, προκειμένου να είναι σε ένα καλό επίπεδο, όταν χρειαστεί να το συζητήσει. Αν τα επιχειρήματά του είναι σαθρά, ή ακόμη και απλοϊκά, τότε δεν θα βοηθήσει τη συζήτηση να εξελιχθεί κι είναι ακόμη πιθανό οι συνομιλητές του να μην τον πάρουν σοβαρά και έτσι είτε να μην μπουν στη διαδικασία να σκεφτούν όσα λέει είτε ακόμη και να τον προσβάλλουν. Τα επόμενα πράγματα που πρέπει να κάνει κάποιος αφορούν αυτά που ανέφερα και πιο πάνω, αυτά που προάγουν την πλήρη έκθεση των εκατέρωθεν επιχειρημάτων. Δύο είναι τα χαρακτηριστικά που το κάνουν αυτό, και συνεπώς είναι καλό να τα δουλέψουμε, όσο μπορούμε. Το ένα είναι η οργανωμένη σκέψη, ώστε να ξέρεις τι θες να πεις και με ποια σειρά, παρακολουθώντας παράλληλα και το συνομιλητή σου, και το δεύτερο είναι η καλή μνήμη, ώστε να θυμάσαι τι θες να πεις και τι λέει κι ο άλλος. Ειδικά η μνήμη είναι πολύ σημαντική, όταν ο συνομιλητής σου είναι ένα άτομο που δεν έχει το πρώτο χαρακτηριστικό, την οργανωμένη σκέψη, και έτσι θα πετιέται από το ένα θέμα στο άλλο και θα πρέπει εσύ να τον ακολουθήσεις. Επομένως, είναι χρήσιμο να καλλιεργήσει κανείς αυτά τα δύο χαρακτηριστικά(πράγμα που όπως έχω ξαναπεί είναι κυρίως θέμα προσπάθειας) ώστε να είναι σε θέση να κάνει υψηλότερου επιπέδου συζητήσεις. Last but not least(=τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό), είναι να καλλιεργήσει μία ικανότητα που είναι θεωρητικά κυρίως προνόμιο των ψυχολόγων. Η ικανότητα αυτή είναι να βλέπει πίσω από το προφανές. Πολύ συχνά οι άνθρωποι δεν εκφράζουν αυτό ακριβώς που νοιώθουν και σκέφτονται. Είτε επειδή φοβούνται, είτε επειδή θέλουν σκόπιμα να παραπλανήσουν, είτε γιατί ακόμα κι αυτοί οι ίδιοι δεν το έχουν συνειδητοποιήσει. Η ικανότητα αυτή λοιπόν βοηθάει σημαντικά να πάρουμε όλα τα δεδομένα, και τα σωστά δεδομένα, από τον συνομιλητή μας, προκειμένου να μη συζητάμε άδικα πάνω σε πράγματα που τελικά δεν ισχύουν και να φτάσουμε σε ένα σωστότερο και πληρέστερο συμπέρασμα.

   Παράλληλα με όλα αυτά, υπάρχουν και τα πράγματα εκείνα που δεν πρέπει να κάνουμε, ούτως ώστε να επικοινωνούμε σωστά. Το πρώτο είναι αυτό, στο οποίο είχα αναφερθεί και στο παρελθόν, με το 2ο Κοινωνιολογικό δοκίμιο. Δεν πρέπει να νοιαζόμαστε μονάχα να πούμε αυτά που θέλουμε, θέλοντας να πείσουμε τον συνομιλητή μας και χωρίς να ακούμε καν αυτό που μας λέει εκείνος. Είναι ένα πολύ συχνό λάθος που κάνουν οι άνθρωποι στις μέρες μας. Μιλάνε, χωρίς να ακούνε. Αν το κάνεις αυτό όμως, όπως προκύπτει εύκολα, τότε δεν θα λάβεις τα δεδομένα που εκθέτει ο άλλος κι έτσι θα αποτύχεις να κάνεις αυτό που προανέφερα, να διαμορφώσεις πλήρη κρίση και να βγάλεις ασφαλή συμπεράσματα, αντίθετα, μάλλον ο διάλογος θα καταλήξει λογομαχία. Το δεύτερο που δεν πρέπει να κάνουμε το ανέφερα επίσης σε εκείνο το δοκίμιο, μα πάνω απ΄όλα στον πρόλογο, το πρώτο κείμενο που έγραψα σε αυτό το blog. Δεν πρέπει να θεωρούμε την άποψή μας 100% σωστή, σωστή δίχως κανένα περιθώριο λάθους. Αν το κάνουμε αυτό, αφενός στρέφουμε τους συνομιλητές μας εναντίον μας, δίνοντάς τους την (σωστή) εντύπωση ότι μιλάνε σε έναν τοίχο, που ό,τι κι αν του πεις δεν πρόκειται να μετακινηθεί ούτε χιλιοστό, κι αφετέρου περιορίζουμε ξανά την κρίση μας. Μένουμε στο σημείο που είμαστε και δεν εμπλουτίζουμε τις ιδέες μας στο ελάχιστο. Γιατί, όπως λέει και ο Ραλφ Βάλντο Έμερσον, "Κάθε άνθρωπος που συναντάω είναι σε κάτι ανώτερος από μένα. Έτσι μαθαίνω από αυτόν!". Κι ο πιο ανόητος κι ανίδεος άνθρωπος κάτι έχει να μας δώσει, αν τον ακούσουμε προσεκτικά και με ανοιχτό μυαλό.

   Ένα ακόμη σημείο που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, αφορά την επίγνωση και των σεβασμό των ευαίσθητων σημείων για το άτομο με το οποίο συζητάμε. Όλοι μας έχουμε κάποια πράγματα που μας θυμώνουν ή/και μας στενοχωρούν. Αν λοιπόν θίξουμε ένα τέτοιο σημείο του συνομιλητή μας, τότε πιθανότατα θα του δημιουργήσουμε κάποια συναισθηματική φόρτιση, κάτι που αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για τη διενέργεια μίας εποικοδομητικής επικοινωνίας. Γενικά, τα συναισθήματα είναι ένα συστατικό που πρέπει, όσο μπορούμε, να το κρατάμε εκτός των επικοινωνιών μας. Αυτό, για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή θολώνει την κρίση μας και εμποδίζει έτσι τον ένα σημαντικό στόχο της επικοινωνίας, την εξαγωγή σωστών(για κάθε πλευρά) συμπερασμάτων. Και, δεύτερον, επειδή είναι κάτι τελείως ατομικό κι υποκειμενικό. Είπα στην αρχή ότι κάθε άποψη είναι υποκειμενική και είναι πιθανό ο ένας να μη δέχεται την άποψη του άλλου. Αλλά ακόμα κι αν τη θεωρεί λάθος, μπορεί να την υποδεχθεί μέσα στο μυαλό του και να την κατανοήσει, σαν ιδέα. Με το συναίσθημα δεν ισχύει το ίδιο. Το συναίσθημα είναι κάτι πολύ πιο ποικιλόμορφο από μία απλή άποψη. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι δύσκολο να νοιώσεις όπως κάποιος αν δεν βρίσκεσαι στη θέση του, μα κυρίως, επειδή ακόμα και τότε, είναι δύσκολο να νοιώσεις το ίδιο. Ο κάθε άνθρωπος αγαπάει, θυμώνει, στενοχωριέται με διαφορετικό τρόπο. Εντάσσοντας λοιπόν το συναίσθημα σε μία επικοινωνία, μεγαλώνεις ακόμα περισσότερο το χάσμα με τους συνομιλητές σου, που θα δυσκολευτούν να σε νοιώσουν, πολύ περισσότερο από ότι θα δυσκολευτούν να σε καταλάβουν. Τέλος, κάτι που δεν πρέπει να κάνουμε, για να διατηρούμε την ποιότητα των επικοινωνιών μας, είναι να μην αλλάζουμε θέμα προτού έχει κλείσει το τρέχον. Άλλοι άνθρωποι το κάνουν λόγω βιασύνης, άλλοι επίτηδες, για να αποφύγουν κάτι που δεν τους συμφέρει. Εφόσον όμως ένα θέμα δεν έχει κλείσει, τότε αυτό που έθεσα πριν ως απαραίτητη προϋπόθεση της σωστής επικοινωνίας, η πλήρης έκθεση των θέσεων δεν θα έχει επιτευχθεί. Είναι λοιπόν εμφανές, νομίζω, για ποιο λόγο δεν πρέπει να γίνεται αυτό.

   Στο 14ο ψυχολογικό δοκίμιο, εκτός από το βασικό θέμα, την "άμυνα της καθαρής συνείδησης", είχα μιλήσει και για κάποιους περιορισμούς στη χρήση της. Οι περιορισμοί αυτοί έχουν εφαρμογή κι εδώ, αφού ό,τι λέω βασίζεται επίσης σε αυτές τις αρχές. Πιο συγκεκριμένα όμως, θα ήθελα να επαναλάβω κάτι. Πρέπει να αποδεχτούμε ότι κάποια πράγματα δεν εξαρτώνται από εμάς, όπως είναι να πείσουμε τους άλλους και να καταλήξουμε σε κοινά συμπεράσματα. Οπότε, αφού δεν εξαρτώνται από εμάς, δεν έχει νόημα να θέτουμε αυτά ως στόχους μας. Στόχοι μας πρέπει να είναι πράγματα που εξαρτώνται από εμάς. Όσον αφορά λοιπόν την επικοινωνία, ως στόχους σχετικά με αυτή όρισα το να διατηρούνται χαμηλοί τόνοι και να εκφράζονται όλα τα επιχειρήματα κι όλες οι αλήθειες κάθε πλευράς. Εφόσον γίνεται αυτό, τότε πρέπει να πάρουμε όλα τα δεδομένα και να τα επεξεργαστούμε, ώστε να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας. Και το να γίνεται η επικοινωνία σωστά(έστω από τη δική μας πλευρά), και το να επεξεργαστούμε σωστά τα δεδομένα, είναι δύο πράγματα πολύ σημαντικά, που είναι στο χέρι μας. Ας είναι λοιπόν οι στόχοι μας αυτοί.

                                                      Homo Cogitans

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου