Κυριακή 9 Ιουλίου 2017

13ο Ψυχολογικό Δοκίμιο: Η αρχή της εξισορρόπησης στις ανθρώπινες σχέσεις

   Πριν αρκετά χρόνια, με το 4ο φιλοσοφικό(-λογικό) δοκίμιό μου, είχα αναφερθεί στην αξία του μέτρου. Είχα τονίσει πόσο σημαντικό είναι να να υπάρχει μέτρο στις διάφορες σκέψεις και πράξεις μας και είχα αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι, για να τηρούμε το μέτρο, χρειάζεται να διαθέτουμε κριτική ικανότητα(για να το εντοπίζουμε) κι αυτοέλεγχο(για να μην παρασυρόμαστε). Στο σημερινό κείμενο θα ήθελα να επεκτείνω τη θεώρηση για τη σχέση του ανθρώπου με την αξία του μέτρου, καθώς και να την αναπτύξω προς ένα πιο κοινωνικό πρίσμα. Δεδομένου αυτού, το παρόν κείμενο θα μπορούσε να είναι και κοινωνιολογικό, αλλά το κατατάσσω στα ψυχολογικά γιατί όσα θα αναφέρω αφορούν περισσότερο ατομικές γνωστικές διεργασίες, παρά κοινωνικές. Όσον αφορά, ωστόσο, το κοινωνικό πρίσμα, το οποίο ανέφερα, θα σας παραπέμψω σε ένα άλλο κείμενό μου. Αυτό είναι το 5ο ψυχολογικό, με τίτλο "Quo modo tabula scribitur/scripta est"(="Πώς γράφεται ο πίνακας"). Σε εκείνο το κείμενο είχα επιχειρήσει να εκθέσω το πώς διαμορφώνεται η προσωπικότητα του κάθε ατόμου, παρομοιάζοντας τους διάφορους τρόπους με "μολύβια" που γράφουν πάνω στον λευκό, όταν γεννιόμαστε, πίνακα της προσωπικότητάς μας(Tabula Rasa). Το δεύτερο "μολύβι", στο οποίο είχα τότε αναφερθεί, είναι το "μολύβι του ανθρώπινου περιβάλλοντος". Είχα πει λοιπόν ότι οι άνθρωποι, με τους οποίους ερχόμαστε σε επαφή, μας τραβάνε αργά(ανάλογα με το πόσο σημαντικοί είναι για μας και πόσο χρόνο περνάμε μαζί) και σταθερά προς το μέρος τους, με αποτέλεσμα σταδιακά να τους μοιάζουμε, ενώ το ίδιο κάνουμε και μεις σε εκείνους, ούτως ώστε να επιδιώκουμε ασυνείδητα να συναντηθούμε τελικά σε ένα μέσο σημείο. Σήμερα λοιπόν στοχεύω στο να δώσω μια επιπλέον διάσταση αυτής της άποψης, την οποία θα ονομάσω αρχή της εξισορρόπησης, και να τη σχετίσω και με την αρχή του μέτρου.




   Καθώς βέβαια, σύμφωνα με την ψυχολογία, αλλά και την απλή λογική, το πρώτο επίπεδο ανάλυσης είναι το ατομικό, θα αρχίσω και γω από αυτό. Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα που εγείρονται: Α)το μέτρο συνιστά κάτι αντικειμενικό και οικουμενικό; και Β)ο άνθρωπος ρέπει τελικά προς την τήρηση ή την παραβίασή του; Το πρώτο ερώτημα είναι μάλλον ρητορικό, για κάποιον που έχει δει και μόνο τον τίτλο του προ-τελευταίου δοκιμίου μου("Η σταγόνα της υποκειμενικής κρίσης στον ωκεανό της αντικειμενικής αλήθειας"). Γενικά, όπως έχω αναφέρει αρκετές φορές, δεν θεωρώ ότι υπάρχει αντικειμενική αλήθεια για μας τους ανθρώπους, αφού δεν έχουμε τα μέσα να την προσεγγίσουμε. Ο καθορισμός του μέτρου δεν είναι εξαίρεση. Ο καθένας μπορεί να θεωρεί διαφορετικό το μέτρο μέσα σε ένα ίδιο ζήτημα. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να νομίζει ότι μια καλή ταχύτητα οδήγησης είναι τα 80 χλμ/ώρα, άλλος τα 100, άλλος τα 120. Και σε μια τέτοια περίπτωση είναι και δύσκολο ακόμα κι αυτό που πρότεινα στο τελευταίο μου κείμενο(ότι μπορούμε, σε ένα μεγάλο βαθμό, να κρίνουμε από το αποτέλεσμα αν μια πράξη είναι σωστή ή όχι), αφού είναι μια αρκετά πολύπλοκη πράξη και υπεισέρχονται πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν την τελική της έκβαση. Οπότε, νομίζω ότι το δεύτερο ερώτημα παρουσιάζει αρκετά μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

   Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος να τηρεί το μέτρο ή να το παραβιάζει; Νομίζω κάποιος μπορεί να σκεφτεί αρκετά παραδείγματα που δικαιώνουν και τις δύο αυτές αντίθετες απόψεις. Ωστόσο, τι από τα δύο ισχύει, έστω παραπάνω; Κάποιος συστηματικός αναγνώστης των κειμένων μου μάλλον θα απαντούσε το δεύτερο, αφού αρκετές φορές έχω κατηγορήσει τους ανθρώπους ότι παραβιάζουν το μέτρο, σε αρκετούς τομείς, με αποτέλεσμα να τιμωρούνται από αυτό, με διάφορους τρόπους. Ωστόσο, πιστεύω πραγματικά ότι αυτό δεν ισχύει, για τους περισσότερους έστω. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι πραγματικά αντιλαμβάνονται την αξία του μέτρου και θέλουν να το τηρούν. Και θεωρώ ότι όλοι μας έχουμε, σε ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ένα αίσθημα ενοχής όταν το κάνουμε. Το αστείο είναι ότι αν και ισχύουν αυτά, αν και έχουμε μέσα μας μια προδιάθεση να το τηρούμε, τελικά όντως δεν το κάνουμε, όπως έχω αναφέρει, με αρκετές αφορμές, στο παρόν μπλογκ. Πώς εξηγείται κάτι τέτοιο;

   Για να δώσω απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, θα δανειστώ κάποιους ψυχολογικούς όρους. Η αλήθεια είναι ότι συνήθως ότι γράφω εδώ το σκέφτομαι μόνος μου, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση θα χρησιμοποιήσω κάποιες γνωστές ψυχολογικές έννοιες, αφού θεωρώ ότι απαντάνε πολύ επιτυχημένα στο ερώτημα που έθεσα προηγουμένως. Η πρώτη εξ'αυτών είναι η αρχή της ηδονής, η οποία ανήκει στον γνωστό Σίγκμουντ Φρόιντ. Σύμφωνα με αυτή, η ηδονή που προκύπτει από την κάλυψη των διάφορων σωματικών και ψυχολογικών αναγκών είναι η κινητήριος δύναμη που ωθεί τους ανθρώπους στις διάφορες πράξεις. Η αρχή της ηδονής είναι το κίνητρο, κατά τη δική μου γνώμη τώρα, που κάνει τους ανθρώπους να θέλουν και πολύ συχνά να παραβιάζουν το μέτρο, επιζητώντας την υπερβολή σε ό,τι ευχάριστο και την έλλειψη σε ό,τι δυσάρεστο. Βέβαια, ο Φρόιντ είχε πει ότι αυτή η αρχή εξασθενεί με τον καιρό κι ελέγχεται από την αρχή της πραγματικότητας, που λαμβάνει υπόψιν τους υπόλοιπους παράγοντες, όπως συνθήκες, μέτρο, κανόνες κλπ. Δεν αντιλέγω προφανώς σε αυτό. Πιστεύω ωστόσο ότι οι άνθρωποι έχουμε βρει έναν έξυπνο τρόπο να παρακάμπτουμε, σε έναν μεγάλο βαθμό, την αρχή της πραγματικότητας, καθώς και τις τύψεις που φυσιολογικά έχουμε κάνοντας κάτι που θεωρούμε λάθος. Αυτός ο τρόπος είναι αυτό που, στην κοινωνική ψυχολογία, ονομάζεται φαινόμενο της υπερδικαιολόγησης. Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται όποτε κάνουμε κάτι που θεωρούμε ότι είναι λάθος, ή απλά δεν μας είναι αρεστό. Τότε δημιουργείται φυσιολογικά μια ένταση-πίεση μέσα μας, η οποία μπορεί να εκτείνεται από το επίπεδο ενοχών ως μια απλή απορία "γιατί το έκανα αυτό;". Η ένταση αυτή άρεται μέσω του φαινομένου της υπερδικαιολόγησης. Σκεφτόμαστε πάνω σε αυτό που κάναμε/θα κάνουμε, προσπαθώντας να αυξήσουμε την αντιλαμβανόμενη από μας ορθότητα της επιλογής μας και να μειώσουμε την αντιλαμβανόμενη ορθότητα των εναλλακτικών μας. Αν το σκεφτούμε, όλοι μας μπορούμε να βρούμε παραδείγματα για κάτι τέτοιο, και σε μας και στους άλλους. Όλοι έχουμε παραβιάσει το μέτρο κάποιες φορές και προσπαθούμε μέσα από την υπερδικαιολόγηση να αιτιολογήσουμε αυτή την πράξη μας ή έστω να γλιτώσουμε από το άσχημο συναίσθημα που νοιώθουμε. Ένα παράδειγμα για το πρώτο μπορεί να είναι ένας μαθητής που διαβάζει λιγότερο από όσο πρέπει(έλλειψη) και για να μειώσει τις τύψεις σκέφτεται πχ ότι την προηγούμενη βδομάδα διάβαζε περισσότερο από όσο έπρεπε οπότε είναι όλα καλά, ενώ για το δεύτερο ένα παράδειγμα θα ήταν αν ο μαθητής σκεφτόταν ότι θα διαβάσει περισσότερο τις επόμενες μέρες, για να αναπληρώσει το χαμένο έδαφος, ανεξάρτητα από το αν θα το κάνει βέβαια. Έχει μεγάλη σημασία, ενόψει και της συνέχειας ότι η υπερδικαιολόγηση αφορά σε γνωστικές διεργασίες-σκέψεις, τις οποίες κάνουμε ενεργά. Νομίζω ότι αυτές οι αρχές συνδυαζόμενες δίνουν μια επαρκή εξήγηση του γιατί οι άνθρωποι πολύ συχνά παραβιάζουν το μέτρο, αν και βαθιά μέσα τους προσανατολίζονται και θέλουν να το τηρούν.

   Μετά το ατομικό, το επόμενο επίπεδο ανάλυσης στην κοινωνική ψυχολογία είναι το ομαδικό. Το επίπεδο αυτό είναι το βασικό θέμα του σημερινού κειμένου και παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Με λίγη σκέψη, είναι εύκολο να διαπιστώσει κάποιος γιατί. Μια ομάδα, είναι ένα σώμα που αποτελείται από επιμέρους άτομα. Κι όπως ανέφερα προηγουμένως, το κάθε άτομο μπορεί(και συνήθως έτσι συμβαίνει) να έχει μια διαφορετική θεώρηση περί του τι συνιστά μέτρο, σε διάφορα θέματα. Σε μια ομάδα λοιπόν, συμμετέχει σε διάφορες δραστηριότητες και μπορούν να υπάρχουν αρκετές διαφορετικές θεωρήσεις του τι συνιστά μέτρο στην καθεμία εξ'αυτών. Φυσικά σε ένα βαθμό τα άτομα διατηρούν μια ατομικότητα, αλλά αυτό δε συμβαίνει ποτέ ολοκληρωτικά, αφού σε μια τέτοια περίπτωση η ομάδα θα έχανε τη συνοχή της και θα διεσπάτο. Τι συμβαίνει λοιπόν στα πλαίσια μιας ομαδικής αλληλεπίδρασης, όσον αφορά την τήρηση του μέτρου;

    Προτού απαντήσω σε αυτό το ερώτημα, πρέπει να κάνω μια διευκρίνιση, που είναι πολύ σημαντική. Όταν βρισκόμαστε σε μια ομάδα, κι είμαστε ενεργό μέλος της, υπάρχουν δύο μέτρα. Το ένα είναι το προσωπικό μας μέτρο και το άλλο είναι το ομαδικό μέτρο, που προκύπτει ας πούμε ως μέσος όρος όλων των επιμέρους ατομικών. Όσον αφορά για την απάντηση, αυτή είναι η αρχή της εξισορρόπησης, στην οποία αναφέρομαι και στον τίτλο. Ψάχνοντας σχετικά με το θέμα, βρήκα ότι υπάρχει κι έχει διατυπωθεί(Fritz Heider) η αρχή της ισορροπίας, η οποία αναφέρεται στην τάση των ανθρώπων να προσπαθούν οι κρίσεις τους για διάφορα αντικείμενα να συμπίπτουν με εκείνες ατόμων που συμπαθούν και να διαφέρουν από εκείνες ατόμων που αντιπαθούν. Η δική μου αρχή της εξισορρόπησης μοιάζει κάπως με την αρχή του Heider, αλλά υπάρχουν και κάποιες διαφορές. Αφενός, θεωρώ ότι το κάνουμε με οποιοδήποτε άτομο που βρίσκεται στην ίδια ομάδα με μας, ανεξαρτήτως αν το συμπαθούμε(βέβαια παίζουν καθοριστικό ρόλο παράγοντες όπως αν υπάρχει συμπάθεια, αν η ομάδα είναι σημαντική για μας κι αν το άλλο άτομο είναι σταθερό μέλος της) και, αφετέρου θεωρώ ότι γίνεται με πολύ μεγαλύτερη λεπτομέρεια από το αν η κρίση είναι θετική ή αρνητική. Για να αναφερθώ λοιπόν και συγκεκριμένα στη δική μου θεωρία, πιστεύω ότι όταν βρισκόμαστε σε αλληλεπίδραση με κάποιον, για τον οποίο έχουμε προσδοκίες ότι η αλληλεπίδραση αυτή θα συνεχιστεί και στο μέλλον, οδηγούμαστε προς τις απόψεις του και, φυσικά, το ίδιο συμβαίνει και με αυτόν. Ανάλογα και σε ένα ομαδικό πλαίσιο. Για να χρησιμοποιήσω το παράδειγμα με την οδήγηση, αν είμαστε ο τύπος που οδηγεί με τα 100 χλμ/ώρα και έχουμε ένα φίλο που θεωρεί ότι το μέτρο είναι τα 80 και έναν άλλο που θεωρεί ότι το μέτρο είναι τα 120, αν ισχύει η θεωρία μου, αυτά που θα συνέβαιναν θα ήταν ως εξής. Όταν βγαίναμε με τον πρώτο βόλτα, κι αφού μας έλεγε να οδηγήσουμε με χαμηλότερη ταχύτητα, θα σταθεροποιούμασταν αρχικά σε μια ελαφρώς μικρότερη ταχύτητα(πχ 95) και σταδιακά, μετά από κάποιο διάστημα, γύρω στα 90, ενώ κι εκείνος θα είχε ανέβει στα στάνταρντς του και θα θεωρούσε πλέον ότι τα 90 είναι μια καλή ταχύτητα. Το αντίθετο θα συνέβαινε με τον άλλο μας φίλο, με τον οποίο θα σταθεροποιούμασταν γύρω στα 110 χλμ/ώρα. Και, αν αρχίζαμε να βγαίνουμε όλοι μαζί, θα σταθεροποιούμασταν τελικά σε μια ταχύτητα περίπου στο μέσο όρο(γύρω στα 100 χλμ/ώρα).

   Πιστεύω πολλοί θα εξέφραζαν ενστάσεις τόσο για τη θεωρία που διατύπωσα, όσο και για το παράδειγμα. Ανεξαρτήτως αν είναι τελικά σωστά ή όχι, θεωρώ σκόπιμο να κάνω κάποιες διευκρινίσεις. Η πρώτη κι η βασικότερη είναι ότι η εξισορρόπηση, στην οποία αναφέρομαι, γίνεται ασυνείδητα. Δεν γίνεται δηλαδή με το στυλ "βλακείες λέει ο φίλος μου, αλλά ας του κάνω το χατίρι". Τουλάχιστον όχι συνήθως. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό, αφού η ομαδική θεώρηση σταδιακά γίνεται ένα με την προσωπική, πχ ένας από τους τρεις της παραπάνω παρέας θα διατηρήσει πιθανότατα την νεοαποκτηθείσα θεώρηση κι όταν βρεθεί σε μια νέα παρέα. Η εξισορρόπηση γενικά γίνεται σιγά σιγά. Μέσα από την αλληλεπίδραση με το άτομο, σιγά σιγά πλησιάζεις τη δική του θεώρηση για το ποιο είναι το μέτρο, χωρίς να το κάνεις σκόπιμα. Αυτό γίνεται για τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι ότι τις περισσότερες φορές οι άλλοι έχουν κι αυτοί κάποια δίκια, τα οποία βλέπουμε με τον καιρό κι αναγνωρίζουμε, έστω κι ασυνείδητα. Ο δεύτερος είναι ότι όσο κάνετε κάτι και δεν υπάρχει κάποιο αρνητικό αποτέλεσμα(αν φυσικά δεν υπάρξει), τότε σταδιακά χαλαρώνουμε μέσα μας και το βλέπουμε λιγότερο αρνητικά. Κι ο τρίτος λόγος είναι ότι ο άνθρωπος, ως κοινωνικό ον, προσπαθεί να βρει μια ισορροπία με την ομάδα του, ώστε να μη διαλυθεί κι εκείνος να εξακολουθήσει να είναι μέλος της. Αυτό συμβαίνει τόσο περισσότερο όσο πιο αλλοκεντρική είναι μια κοινωνία και τόσο λιγότερο όσο πιο ατομικο-κεντρική είναι. Οι αλλοκεντρικές είναι εκείνες στις οποίες έχει πολύ μεγάλη σημασία τι κάνουν οι άλλοι, ενώ οι ατομικο-κεντρικές(ανατολικές κυρίως κοινωνίες), εκείνες στις οποίες ο καθένας κοιτάει περισσότερο τον εαυτό του(δυτικές κυρίως κοινωνίες). Και μια τελευταία διευκρίνιση που θα ήθελα να κάνω είναι η εξής. Πιστεύω αλληλεπίδραση και συνεπακόλουθη διαφοροποίηση μεταξύ των ατόμων πάντα υπάρχει. Το μόνο που μπορεί να διαφέρει είναι ο βαθμός της. Αυτός έχει να κάνει με πολλούς παράγοντες, όπως η σχέση των ατόμων, η ισχυρογνωμοσύνη τους, ο βαθμός αυθεντίας κάποιων εξ'αυτών κλπ.

   Πριν ολοκληρώσω το κείμενό αυτό, υπάρχει ένα τελευταίο ερώτημα που θα ήθελα να θίξω. Αυτό το, φιλοσοφικής επίσης φύσεως, ερώτημα, είναι το εξής. Έχουμε οι άνθρωποι δική μας προσωπικότητα ή απλά προσαρμοζόμαστε στις εκάστοτε περιστάσεις και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στις ομάδες στις οποίες εντασσόμαστε; Ο τομέας της ψυχολογίας που είναι γνωστός ως προσωπικότητας υποστηρίζει ότι έχουμε κάποια βασικά θεμελιώδη χαρακτηριστικά, τα οποία μένουν αναλλοίωτα από περίσταση σε περίσταση. Από την άλλη πλευρά, η πολυμνημονευόμενη σήμερα κοινωνική ψυχολογία υποστηρίζει ότι τέτοια χαρακτηριστικά δεν υπάρχουν και οι συμπεριφορές-απόψεις μας είναι αποτελέσματα των εκάστοτε περιστάσεων. Προσωπικά, βρίσκω ψήγματα αλήθειας και στις δύο αυτές, αντικρουόμενες απόψεις. Ωστόσο, εγώ έχω μια τρίτη, δική μου. Θεωρώ λοιπόν ότι οι άνθρωποι έχουμε κάποια βασικά χαρακτηριστικά που μας ορίζουν. Πιστεύω ωστόσο ότι αυτά μεταβάλλονται αρκετά εύκολα(άλλα περισσότερο, άλλα λιγότερο), μέσα στις περιστάσεις. Αυτό το αποδίδω στο ότι ένα μεγάλο μέρος των γνωστικών μας διεργασιών συμβαίνει κάτω από το μαγικό και μυστηριώδες πέπλο του ασυνείδητου. Οπότε, είναι νομίζω εύκολο, στις περισσότερες έστω περιπτώσεις, να επηρεαστούμε από μια συνθήκη, χωρίς να το καταλάβουμε καν ότι επηρεαστήκαμε ή ότι αυτό που μας επηρέασε ήταν η συγκεκριμένη συνθήκη. Φυσικά αυτό είναι ένα πολύ πολύπλοκο ζήτημα, στο οποίο η προσωπική μου άποψη μάλλον δεν αρκεί για να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση. Χρειάζεται πολλή έρευνα αυτό το θέμα. Ωστόσο, εγώ εκφράζω με την ευκαιρία αυτή την άποψή μου πάνω στο θέμα, η οποία είναι η παραπάνω.

   Η σχέση του ανθρώπου με το μέτρο είναι ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα προς διερεύνηση. Και το καθιστά ακόμα πιο ενδιαφέρον ότι (κατά τη γνώμη μου) ο άνθρωπος σκέφτεται για το μέτρο συνειδητά όταν είναι μόνος του, σε αντίθεση με το όταν βρίσκεται στο πλαίσιο μιας ομάδας. Δεδομένου ότι, όπως ανέφερα και στο 4ο φιλοσοφικό-λογικό δοκίμιο, το μέτρο είναι κάτι εξαιρετικά σημαντικό και η μη τήρησή του οδηγεί στα διάφορα λάθη(12 φιλοσοφικό-λογικό δοκίμιο) νομίζω είναι χρήσιμο να αντιληφθούμε πώς σκεφτόμαστε πάνω σε αυτό και να μάθουμε να το τηρούμε περισσότερο κι αποτελεσματικότερα. Επιπλέον, η αρχή της ισορροπίας δίνει στην έννοια μια κοινωνική προέκταση και μπορεί να έχει σημασία στην κατανόηση του τρόπου που σκεφτόμαστε σε ομαδικά πλαίσια κι αλληλεπιδρούμε με τους άλλους. Σε γενικές γραμμές, θεωρώ ότι αυτά τα θέματα δεν έχουν εξεταστεί επαρκώς(από όσο γνωρίζω έστω), οπότε θα ήταν καλό ο καθένας από μας να συλλογιστεί ατομικά πάνω σε αυτά.

                                                         Homo Cogitans

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου