Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

15ο Φιλοσοφικό(Λογικό) Δοκίμιο: Διαφορετικότητα-Συγκρίσεις-Προκαταλήψεις

          Πάντα, από την πρώτη στιγμή που άρχισα να γράφω στο blog αυτό, είχα στο μυαλό μου να μιλήσω κάποια στιγμή για το θέμα της διαφορετικότητας και του ρατσισμού. Η αλήθεια είναι πως, λίγο επειδή το θέμα είναι αρκετά πιο πολύπλοκο από ότι φαίνεται, λίγο επειδή θεωρούσα ότι άλλα θέματα προείχαν, το άφησα. Ήρθε όμως η ώρα να γράψω και για αυτό το πολύ μεγάλο και σημαντικό θέμα, με τον τρόπο (θέλω να πιστεύω) που του αρμόζει. Στη σημερινή μου ανάρτηση δηλαδή πρόκειται να εξηγήσω πως βλέπω εγώ τις ατομικές διαφορές, τις συγκρίσεις και τις προκαταλήψεις(:ρατσισμός=αρνητική προκατάληψη που εκφράζεται με πράξεις), καθώς και την αιτιώδη σχέση που υπάρχει μεταξύ τους.


          Ας αρχίσουμε λοιπόν με τον πρώτο κρίκο αυτής της αλυσίδας, τις ατομικές διαφορές. Νομίζω πως όλοι μπορούν καταλάβουν, τόσο θεωρητικά, όσο και πρακτικά, τι σημαίνει διαφορετικότητα, καθώς και να διακρίνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό αν κάποιοι άνθρωποι, ζώα-φυτά ή αντικείμενα έχουν ομοιότητες ή/και διαφορές μεταξύ τους. Άλλωστε η διαφορετικότητα μπορεί να υπάρχει άλλοτε σε μεγάλο βαθμό, αν δύο άνθρωποι διαφέρουν σε πολλούς τομείς, κι άλλοτε σε μικρό, αν διαφέρουν σε λίγους, πάντα όμως υπάρχει. Είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης κι η μοναδικότητα είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης. Μπορεί στις μέρες μας να γίνεται μια προσπάθεια να εξαλειφθεί(--->μαζοποίηση,1ο Κοινωνιολογικό Δοκίμιο), παρ'όλ'αυτά αυτό πιστεύω, και θέλω να πιστεύω, δεν θα γίνει ποτέ πλήρως. Αυτό βέβαια που δεν μπορούν να καταλάβουν όλοι, μάλλον οι περισσότεροι, είναι οι λόγοι που είναι καλό να υπάρχει διαφορετικότητα. Κι αυτούς πρόκειται να εκθέσω στις δύο παραγράφους που ακολουθούν.

          Ο πρώτος είναι ότι οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων είναι κάτι όμορφο. Η ζωή θα ήταν πολύ ανιαρή κι άχρωμη αν ήταν όλοι οι άνθρωποι ίδιοι μεταξύ τους(το ίδιο ισχύει και για ζώα-φυτά κι αντικείμενα, αλλά ας επικεντρωθούμε στους ανθρώπους). Δεν θα υπήρχε κανένα ενδιαφέρον. Επειδή ίσως αυτό δε γίνεται ακριβώς αντιληπτό, θα το διασαφηνίσω ακόμα περισσότερο παίρνοντας ένα παράδειγμα από την καθημερινή ζωή. Ξέρω πάρα πολλούς ανθρώπους(και νομίζω πως κι όλοι σχεδόν είναι έτσι σε αυτό το θέμα), που νοιώθουν καταπιεσμένοι και πνιγμένοι μέσα στη ρουτίνα της καθημερινότητάς τους. Αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι στο μεγαλύτερο βαθμό έχουν κι ένα δίκιο να νοιώθουν έτσι, μάλλον είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν σπίτι, τόπο κατοικίας ή δουλειά. Αυτές είναι οι σταθερές στη ζωή τους οι οποίες μάλιστα λίγο διαφέρουν από μέρα σε μέρα(και όταν λέω για δουλειά δε μιλαω για δουλειές ρομποτικού τύπου, πχ να συνδέει κανείς ίδια εξαρτήματα μεταξύ τους κάθε μέρα. Κάθε δουλειά μπορεί να διαφέρει ελαφρώς από μέρα σε μέρα αλλά στην ουσία της είναι ίδια:ίδιοι στόχοι, ίδιοι τρόποι επίτευξης των στόχων.). Αυτό που διαφέρει, ή έστω μπορεί να διαφέρει είναι οι άνθρωποι με τους οποίους έρχονται σε επαφή. Μπορούν, τόσο στην προσωπική, όσο στην επαγγελματική τους ζωή, να έρθουν σε επαφή με ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων, με διαφορετικούς χαρακτήρες, στόχους, ικανότητες. Ακόμα κι οι άνθρωποι που είναι στο στενό περιβάλλον τους και έρχονται κάθε μέρα σε επαφή μαζί τους, δε μένουν ίδιοι, αλλά αλλάζουν και μεταβάλλονται(αναφέρομαι στην εσωτερική αλλαγή κυρίως, αλλά κι η εξωτερική αποτελεί μια μορφή αλλαγής). Φανταστείτε λοιπόν να ζούσαμε σε ένα κόσμο που θα ήταν όλοι ίδιοι(τόσο μεταξύ τους, όσο και με μας). Αν τώρα μας φαίνεται δύσκολο, ένας τέτοιος κόσμος θα μας φαινόταν εντελώς αφόρητος. Δεν θα υπήρχαν ακόμα σε αυτόν τα εξωστρεφή(ο χαρακτηρισμός αφορά τα συναισθήματά μας που είναι σε σχέση με τους άλλους) συναισθήματα, όπως η αγάπη, το μίσος, ο έρωτας, η ευγνωμοσύνη, η συμπάθεια κλπ, αφού δεν θα μπορούσες να κρίνεις κάποιον θετικά ή αρνητικά βάσει του χαρακτήρα του, αν ήταν όλοι ίδιοι μεταξύ τους. Ο συναισθηματικός μας κόσμος θα ήταν επομένως πολύ φτωχότερος κι αυτό θα μας καθιστούσε, κατά τη γνώμη μου, λιγότερο ανθρώπους.

          Αυτοί είναι οι λόγοι που οι ατομικές διαφορές είναι κάτι όμορφο. Πέρα από κάτι ωραίο όμως, η διαφορετικότητα είναι κι ένα ανθρώπινο χαρακτηριστικό με βαθειά χρησιμότητα. Έκανα στο τελευταίο μου δοκίμιο λόγο για την αλληλοβοήθεια και το πόσο πολύ βοηθάει, αν υπάρχει, στο να κυλά η ζωή ομαλά σε μια κοινωνία. Η αλληλοβοήθεια όμως στηρίζεται ακριβώς στη διαφορετικότητα: ο καθένας είναι κάπου καλός και κάπου δεν είναι, οπότε (πρέπει να) βοηθάει τους άλλους στους τομείς που είναι ικανός ο ίδιος και στους τομείς που δεν είναι να βοηθιέται από τους άλλους που είναι. Αν είχαμε όλοι τις ίδιες ικανότητες, δεν θα υπήρχε κανείς που θα ήταν καλός σε κάτι που εμείς οι ίδιοι δεν ήμασταν. Ακόμα και στην περίπτωση όμως που υποθέσουμε ότι όλοι ήμασταν καλοί σε όλα(κάτι που δε γίνεται, αφού αν ήμασταν ολοκληρωμένα και τέλεια όντα δεν θα είχαμε πλέον λόγο ύπαρξης) και πάλι, αν όλοι έκαναν το ίδιο επάγγελμα, και πάλι δεν θα υπήρχε κανείς να μας βοηθήσει, αφού οι ανάγκες μας είναι πολλές κι ακόμα κι αν είχαμε τις κατάλληλες ικανότητες ώστε να τις καλύψουμε, δε θα είχαμε το χρόνο και την ενέργεια να ασχοληθούμε με όλες. Αυτά όλα μάλλον φαίνονται, κι είναι κιόλας, πολύ απλά. Αυτός είναι όμως κι ο σκοπός μου. Να δείξω με τον πιο απλό τρόπο, με τα πιο απλά, και συνάμα πιο βασικά, παραδείγματα, το πόσο σπουδαίο και χρήσιμο πράγμα είναι η διαφορετικότητα. Πριν κλείσω αυτήν την παράγραφο, θέλω να αναφερθώ και σε ένα τελευταίο ζήτημα, αυτό της προόδου, που πρέπει να απασχολεί κάθε κοινωνία. Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο κι αυτό πρέπει να το γνωρίζουν όλοι, ότι κάθε μεγάλη εξέλιξη στην ιστορία της ανθρωπότητας, η οποία οδήγησε σε πρόοδο, σε οποιονδήποτε τομέα, προήλθε από ανθρώπους που αποστασιοποιήθηκαν από τη μάζα, που τόλμησαν, που πήραν πρωτοβουλίες. Κι αυτό είναι κάτι που δε δείχνει απλά το πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει διαφορετικότητα. Είναι και κάτι που πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις: προτιμάμε να είμαστε μια ζωώδης αγέλη ή να αποστασιοποιηθούμε και να κάνουμε τη διαφορά; Νομίζω πως κι εδώ η απάντηση είναι το μέτρο. Δεν πρέπει να είμαστε μάζα, αλλά ούτε κι ο καθένας μόνος του. Πρέπει να είμαστε όλοι μαζί, διατηρώντας τη διαφορετικότητά μας και σεβόμενοι τη διαφορετικότητα του άλλου(προσοχή σεβασμό στη διαφορετικότητα δεν εννοώ να μην συμβουλεύουμε τους άλλους να αλλάξουν ένα επιζήμιο ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ χαρακτηριστικό, εννοώ να μην τους το επιβάλλουμε).

          Ώρα τώρα να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα από τις ατομικές διαφορές, τη σύγκριση. Η σύγκριση είναι μια διαδικασία, την οποία όλοι οι άνθρωποι εκτελούν, συνειδητά ή ασυνείδητα, κι έχει να κάνει, όπως είναι εύκολο να καταλάβει κανείς, με την αντιπαράθεση των δικών τους χαρακτηριστικών, με αυτά των άλλων ανθρώπων, και την προσπάθεια να εντοπιστούν ομοιότητες και διαφορές. Η σύγκριση έχει κατ'αρχήν εσωτερικά αποτελέσματα για τον άνθρωπο. Τα αποτελέσματα αυτά θα μπορούσαν να οργανωθούν σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη είναι τα συναισθήματα ανωτερότητας, τα οποίο νοιώθουμε όταν συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με άτομα που θεωρούμε λιγότερο τυχερά/ικανά από εμάς και περικλύει συναισθήματα όπως η αυτοπεποίθηση, η περηφάνια, η χαρά, κι η δεύτερη είναι τα συναισθήματα κατωτερότητας, που νοιώθουμε όταν συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με άτομα που θεωρούμε πιο ικανά/τυχερά από εμάς, και περιλαμβάνει συναισθήματα όπως το άγχος, η ζήλεια, η λύπη-απογοήτευση κι ενίοτε κι η ντροπή. Αυτές οι δύο κατηγορίες συναισθημάτων ισχύουν για όλους τους ανθρώπους, ανάλογα με το με ποιον θα συγκρίνουν τους εαυτούς τους. Κι η αλήθεια είναι ότι (όπως και τα πάντα σχεδόν) δεν είναι κακά, αλλά πρέπει να βιώνονται με μέτρο(ναι, μπορεί κάποιος να ελέγξει τα συναισθήματά του, αν θέλει και το προσπαθήσει, κι αυτό είναι μερικές φορές τόσο ωφέλιμο, όσο κι απαραίτητο. Κακό είναι να ελέγχουμε τα συναισθήματά μας λόγω δηθενισμού πχ, όχι το να το κάνουμε επιδιώκοντας να προσεγγίσουμε το μέτρο).

          Ας δούμε λοιπόν πώς μπορούν τα συναισθήματα αυτά να είναι ωφέλιμα, αν βιώνονται με μέτρο, και πώς μπορούν να είναι επιζήμια, αν το παρακάνουμε. Ωφέλιμα μπορούν να είναι κυρίως τα συναισθήματα κατωτερότητας, αφού αυτά μπορούν να κάνουν τον άνθρωπο να καταλάβει ότι δε βρίσκεται στο επίπεδο που θα έπρεπε και να αποτελέσουν έναυσμα και κίνητρο μιας προσπάθειας από μέρους του να βελτιωθεί. Αποτελούν δηλαδή μια μορφή κινήτρου, του <<καυσίμου>> που συντηρεί ενεργειακά κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, και σχετίζεται με το συναίσθημα της ελπίδας, στο οποίο έχω αναφερθεί σε προηγούμενο δοκίμιο. Όσον αφορά τα συναισθήματα ανωτερότητας, μπορούν κι αυτά να είναι ωφέλιμα, αλλά πιο πολύ σε συναισθηματικό παρά καθαρά πρακτικό επίπεδο. Αυτό γίνεται καθώς αυτά τα συναισθήματα προσφέρουν στον άνθρωπο κουράγιο κι αυτοπεποίθηση, στοιχεία που διευκολύνουν κατά πολύ οποιαδήποτε προσπάθειά του. Σύμφωνα και με την ψυχολογία, οι προσδοκίες ενός ανθρώπου για κάτι παίζουν πολύ σπουδαίο ρόλο και στην επίδοσή του(πχ αν πιστεύει ότι μπορεί να ανταποκριθεί καλά σε μια δουλειά, το πιθανότερο είναι να το κάνει κιόλας), αλλά και στο κατά πόσο θα μείνει ικανοποιημένος από αυτό(πχ από την επίδοσή του στη δουλειά, για να χρησιμοποιήσω και το προηγούμενο παράδειγμα). Αν όμως το παρακάνουμε, υπάρχει ο κίνδυνος τα συναισθήματα αυτά να εξελιχθούν και να εξελιχθούν σε κόμπλεξ, ανωτερότητας ή κατωτερότητας, ανάλογα. Τα κόμπλεξ είναι ψυχικές αρρώστιες που μπορούν να δημιουργήσουν πολλά προβλήματα στον άνθρωπο. Για να μιλήσω και πιο συγκεκριμένα, το κόμπλεξ ανωτερότητας μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο υπερβολική αυτοπεποίθηση, με αποτέλεσμα να υπερεκτιμήσει τις ικανότητές του και να πάθει ζημιά. Επίσης, τον κάνει να βλέπει και τους άλλους αφ'υψηλού, και να τους υποτιμά, πράγμα που επίσης μπορεί να τον βλάψει, καθώς και να τον κάνει μισητό στους υπολοίπους. Όσο για το κόμπλεξ κατωτερότητας, αυτό συνοδεύεται από έντονη έλλειψη αυτοπεποίθησης. Ο άνθρωπος δεν πιστεύει στον εαυτό του κι έτσι αποτυγχάνει σε διάφορα πράγματα, ακόμα κι αν διαθέτει τις πρακτικές ικανότητες που απαιτούνται για να τα καταφέρει. Παράλληλα, ένας άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από αυτό, είναι πολύ εύθικτος, καθώς προβάλλει στους άλλους την λύπηση που ο ίδιος νοιώθει για τον εαυτό του(δηλαδή ο ίδιος νοιώθει λύπηση για τον εαυτό του, αλλά επειδή δεν θέλει να το παραδεχτεί, αισθάνεται ότι το κάνουν οι άλλοι). Ακόμα, το κόμπλεξ κατωτερότητας συνοδεύεται προοδευτικά από ψυχολογικά προβλήματα, επίσης αρρώστιες της ψυχής, που ταλαιπωρούν τον άνθρωπο και τον φθείρουν ψυχολογικά, κάνοντάς τον να βιώνει αρνητικά συναισθήματα. Είναι λοιπόν (θέλω να πιστεύω)  φανερό το γιατί πρέπει, και σε αυτή την περίπτωση, να τηρείται το μέτρο...

          Μετά από όλα αυτά, ήρθε η ώρα να εξετάσουμε το τρίτο επίπεδο του διηνεκούς της διαφορετικότητας(τα πρώτα 2 είναι οι ατομικές διαφορές κι οι συγκρίσεις), τις προκαταλήψεις. Η γενίκευση είναι μια λογική διεργασία της μάθησης, την οποία κάνουν όλα τα όντα. Βοηθάει στην απομνημόνευση των παλιών και στην επεξεργασία των νέων πληροφοριών. Έτσι λοιπόν, κι οι άνθρωποι συγκεκριμένα, γενικεύουν πληροφορίες. Ας μιλήσουμε όμως συγκεκριμένα για τους ανθρώπους. Άλλα χαρακτηριστικά τα αποθηκεύουν στο μυαλό τους ως θετικά(πχ το να είναι κάποιος ψηλός) κι άλλα ως αρνητικός(πχ να είναι κάποιος κοντός). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όταν ξαναέρθουν σε επαφή με κάποιο χαρακτηριστικό(πχ με κάποιον ψηλό ή κοντό άνθρωπο), να είναι αυτόματα προκατειλημμένοι απέναντί του, είτε θετικά, είτε αρνητικά. Αυτό όντως έχει κάποια θετικά αποτελέσματα, αφού κάνει την απομνημόνευση των παλιών και την επεξεργασία των νέων πληροφοριών ευκολότερες, ενώ αυξάνει και τις πιθανότητες που έχει κάποιος να κρίνει σωστά κάτι(όπως έχω προαναφέρει σε παλιότερα δοκίμια, η εμπειρία παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο στην κριτική αρετή) και μπορεί διευκολύνει τις αποφάσεις μας(πχ μπορούμε να διαλέξουμε ποιο από 10 άτομα είναι θεωρητικά καλύτερο για μια δουλειά, από το πόσα πτυχία έχει, στηριζόμενοι στη γενίκευση ότι <<όσα περισσότερα πτυχία, τόσο καλύτερος υπάλληλος>>-βέβαια αν έχουμε χρόνο είναι καλό να εξετάζουμε όλες τις εναλλακτικές). Παρ'όλ'αυτά, αν κάποιος κρίνει μόνο από κάποιο ή και κάποια χαρακτηριστικά, κι όχι από το σύνολο, είναι δυνατόν να υποπέσει σε σφάλμα, και να υποστεί αρνητικές συνέπειες. Ας δούμε τις σημαντικότερες από αυτές.

          Όσον αφορά τις θετικές προκαταλήψεις, οι επιπτώσεις τους είναι μικρότερες από ότι των αρνητικών, δεν παύουν όμως να είναι σημαντικές. Οι επιπτώσεις που μπορούν να έχουν οι θετικές προκαταλήψεις, αν οδηγούν σε μια επιπόλαια κρίση, αφορούν κυρίως το ίδιο το άτομο, οπότε θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε <<δικαιότερες>> από τις αρνητικές, που αφορούν κυρίως τους άλλους. Η βασική είναι ότι μπορεί το άτομο που διαθέτει τις θετικές προκαταλήψεις να παραπλανηθεί. Ας το εξηγήσω με ένα απλό παράδειγμα. Αν ένας προπονητής μπάσκετ διαλέξει από 2 παίκτες τον ψηλότερο, επειδή είναι μια γενική προκατάληψη ότι οι ψηλότεροι παίκτες είναι και καλύτεροι, και χωρίς να τους ελέγξει και τους δύο γενικά, τότε είναι πιθανόν να υποπέσει σε λάθος που θα στοιχίσει στην ομάδα του(βέβαια κάτι τέτοιο είναι σχεδόν απίθανο να κάνει ένας επαγγελματίας προπονητής, αλλά αυτό είναι ένα παράδειγμα). Κι αυτό φυσικά είναι ένα σχετικά λάθος με μικρό κόστος. Μπορεί όμως ο ίδιος τύπος λάθους να έχει και μεγαλύτερες διαστάσεις. Για παράδειγμα, αν σχηματίσουμε καλή γνώμη για κάποιον επειδή είναι όμορφος και τον κάνουμε παρέα, χωρίς να τον κρίνουμε συνολικά, τότε είναι πιθανόν να βρεθούμε προ δυσάρεστης εκπλήξεως. Όσον αφορά το κόστος των θετικών προκαταλήψεων στους άλλους, αυτό είναι μικρότερο. Το κόστος αυτό αφορά κυρίως την πίεση που μπορεί να υφίσταται κάποιος ώστε να εκπληρώσει τις προσδοκίες κάποιου για αυτόν(πχ ο ψηλός μπασκετμπολίστας να εκπληρώσει τις υψηλές προσδοκίες του προπονητή του), η οποία, αν είναι πολύ μεγάλη, τότε είναι πιθανόν να έχει ως αποτέλεσμα όχι την εκπλήρωση των προσδοκιών, αλλά την οικτρή διάψευσή τους. Βέβαια, το κόστος αυτό μπορεί να εκφραστεί και διαφορετικά. Όχι δηλαδή να νοιώθει το άτομο πίεση, αλλά να νοιώθει υπερβολικά σπουδαίος και δυνατός(αυτό είναι κακό, ειδικά αν δεν είναι κιόλας στην πραγματικότητα), να δημιουργηθεί δηλαδή σε αυτό ένα κόμπλεξ ανωτερότητας.

          Ώρα τώρα να εξετάσουμε και τις αρνητικές προκαταλήψεις, στις οποίες γίνεται αναφορά και με τον όρο ρατσισμός. Αυτό τον όρο θα τον χρησιμοποιήσω κι εγώ αρκετά, αν και δεν είναι και τόσο σωστός, επειδή αφορά κυρίως τις αρνητικές προκαταλήψεις απέναντι σε ανθρώπους από διαφορετική χώρα/φυλή, κι όχι γενικά. Εγώ, με τον όρο ρατσισμό, εννοώ την εχθρική-επιθετική συμπεριφορά απέναντι σε άτομα με χαρακτηριστικά απέναντι στα οποία κάποιος(ο ρατσιστής) είναι αρνητικά προκατειλημμένος. Και στις αρνητικές προκαταλήψεις θα κάνω κι εκτενέστερη αναφορά, γιατί είναι ένα φαινόμενο με μεγαλύτερη έκταση, και λοιπόν χρειάζεται και μεγαλύτερη ανάλυση. Ας αρχίσουμε όμως αναλύοντας τις αρνητικές συνέπειες του ρατσισμού, οι οποίες, όπως είπα και νωρίτερα, πλήττουν κυρίως τους άλλους, κι όχι το άτομο που είναι ο φορέας των αρνητικών προκαταλήψεων. Το πώς τους πλήττουν, είναι εύκολο να το καταλάβει ο οποιοσδήποτε. Υπάρχει εχθρική-επιθετική, ή έστω απόμακρη συμπεριφορά εναντίον τους και καλλιεργείται το μίσος απέναντί τους. Ένα μίσος, το οποίο τελικά φωλιάζει και μέσα στις δικές τους ψυχές, ενάντια στους ανθρώπους που δεν τους φέρθηκαν καλά, κι αναζητά εκδίκηση. Επίσης, όταν σε κάποιον φέρονται επανειλημμένα σαν να είναι κατώτερος, είναι απλά λογικό το ότι προοδευτικά δημιουργείται μέσα του το κόμπλεξ κατωτερότητας, στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως, με όλες τις αρνητικές του συνέπειες. Βέβαια, ο ρατσισμός πλήττει και τους φορείς του. Για να επιστρέψω στο παράδειγμα με τον προπονητή, είναι πιθανόν αυτός να μην πάρει στην ομάδα του έναν καλό παίκτη, που θα μπορούσε να τη βοηθήσει, απλώς επειδή είναι κοντός(σε σχέση με τους άλλους-πάντα υφίσταται η σύγκριση με τους άλλους).

          Γιατί όμως ο ρατσισμός είναι ένα τόσο δυνατό φαινόμενο, το οποίο τόσο δύσκολα καταπολεμάται, αν κι οι επιπτώσεις του είναι αρκετά εύκολο να κατανοηθούν; Η απάντηση έγκειται σε 2 έμφυτα ένστικτα-τάσεις του ανθρώπου. Το πρώτο που θα σκεφτεί κανείς, είναι η τάση των ανθρώπων να φοβούνται το άγνωστο ή το διαφορετικό, από τους ίδιους ή απλά από τα καθιερωμένα ως σωστά πρότυπα. Είναι νομίζω λογική αυτή η επιφύλαξη που νοιώθει οποιοσδήποτε όταν έρχεται σε επαφή με κάποιον άνθρωπο που έχει ένα χαρακτηριστικό άγνωστο προς αυτόν ή που δεν έρχεται σε συμφωνία με τα καθιερωμένα πρότυπα(βέβαια άλλο επιφύλαξη, άλλο επιθετικότητα). Ο φόβος αυτός είναι λογικός και ΠΡΕΠΕΙ να υπάρχει(τη χρησιμότητα του φόβου την έχω αναλύσει σε προηγούμενο δοκίμιο). Αν δεν υπήρχε αυτό το συναίσθημα, ο μέσος όρος της ζωής μετά βίας θα ξεπερνούσε τα 20 χρόνια, αν υπήρχε ακόμα ζωή, δίχως το συναίσθημα που την προστατεύει. Βέβαια, αν κι η επιφύλαξη είναι λογική, το να συμπεριφέρεται κανείς εχθρικά προς κάποιον άνθρωπο τον οποίο δεν έχει γνωρίσει, και που μπορεί συνολικά να είναι πολύ καλός, είναι κάτι εντελώς παράλογο. Όπως κι επίσης είναι παράλογο να συμπεριφέρεται κανείς εχθρικά σε κάποιον, ο οποίος ξέρεις ότι είναι καλός, επειδή διαφέρει από εσένα σε κάποια σημεία τα οποία δεν σε βλάπτουν, πχ οπαδικές προτιμήσεις ή μορφωτικό επίπεδο. Η δεύτερη έμφυτη τάση του ανθρώπου, η οποία, αν η πρώτη είναι η σπίθα που ανάβει τη φωτιά, αυτή είναι το λάδι που τη δυναμώνει, είναι η τάση να βρεθούν κάποιοι αποδιοπομπαίοι τράγοι, μια άλλη ομαδα από αυτή που ο ίδιος ανήκει, στους οποίους να αποδώσει τις ευθύνες για όλα του τα προβλήματα. Αυτό είναι εύκολο να το παρατηρήσουμε και μελετώντας την νεώτερη ιστορία. Σε κάθε περίοδο που τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, πάντα σημειωνόταν σημαντική αύξηση της έχθρας απέναντι στους μετανάστες. Κι αυτή είναι μια λογική συμπεριφορά, μια ψυχική άμυνα του ανθρώπου, Παρ'όλ'αυτά, δεν είναι καθόλου αποδεκτή, αφού αφενός συνιστά μια κατάφωρη αδικία, κι αφετέρου παραπλανά τον άνθρωπο ότι δε φταίει αυτός για τα προβλήματά του, αλλά οι άλλοι, κι έτσι, αντί να κινητοποιηθεί να λύσει τα προβλήματά του, κινητοποιείται ώστε να πολεμήσει την ομάδα την οποία θεωρεί υπεύθυνη για τα προβλήματά του. Μία ακόμα αιτία για το φαινόμενο του ρατσισμού, η οποία όμως δεν αφορά όλους τους ρατσιστές, είναι και το κόμπλεξ κατωτερότητας. Είναι αρκετά πιθανό, όχι όμως κι απαραίτητο, ότι οι άνθρωποι που πάσχουν από αυτό, θα βρουν μια ομάδα ανθρώπων που είναι πιο αδύναμη και θα επιχειρήσουν να την πολεμήσουν, έτσι ώστε να πείσουν τον εαυτό τους ότι έχουν δύναμη. Παρ'όλ'αυτά, με αυτή την τακτική, αντί να λύσουν το πρόβλημά τους, το μόνο που θα πετύχουν θα είναι να προκαλέσουν νέα προβλήματα. Το καλύτερο δεν είναι να κατεβάσουν το επίπεδο των ανταγωνιστών τους(όσο κι αν είναι ευκολότερο αυτό) για να μην νοιώθουν οι ίδιοι κατώτεροι, αλλά να ανεβάσουν το δικό τους.

          Υπάρχει κι ένας ακόμα λόγος που ο ρατσισμός είναι ανόητος, πέρα από τα αρνητικά αποτελέσματά του. Αυτός ο λόγος έχει να κάνει με την ανάγκη για πολυμορφία ανάμεσα στους ανθρώπους, όπως αυτή αναλύθηκε παραπάνω. Και θα το πάω τώρα και λίγο παραπέρα. Ακόμα και τους όμορφους, τους γρήγορους, τους δυνατούς κλπ, τους ωφελεί που υπάρχουν κι οι άσχημοι, οι αργοί, οι αδύναμοι κλπ. Αν δεν υπήρχαν οι δεύτεροι, τότε δεν θα δινόταν καμιά αξία στους πρώτους. Ο λόγος που δίνεται αξία στους όμορφους, είναι επειδή ακριβώς υπάρχουν κι οι άσχημοι. Αν οι άσχημοι, δεν υπήρχαν, η ομορφιά θα θεωρείτο κάτι συνηθισμένο και φυσιολογικό, ανάξιο αναφοράς, προσοχής και θαυμασμού. Οπότε, ακόμα κι αν σε κάποιον όμορφο δεν αρέσουν οι άσχημοι άνθρωποι, έχει την υποχρέωση να τους σέβεται, αφού χάρη σε αυτούς αποκτάει ο ίδιος αξία. Βέβαια, πρέπει να τονίσω ότι όλα αυτά που προανέφερα είναι συνήθως <<μειονεκτήματα γούστου>>(=δηλαδή χαρακτηριστικά που δεν αρέσουν). Δεν συμβαίνει το ίδιο με τα λειτουργικά μειονεκτήματα, τα οποία καθιστούν έναν άνθρωπο βάρος και πρόβλημα στους υπολοίπους. Τέτοια μειονεκτήματα είναι η βλακεία κι ο εγωισμός, τα οποία δεν προσφέρουν τίποτα καλό και κανέναν σεβασμό δεν πρέπει να επιδεικνύουμε απέναντί τους(εκτός αν το άτομο δεν μπορεί να τα αλλάξει, δηλαδή πχ στην περίπτωση που κάποιος άνθρωπος είναι από τη φύση του νοητικά καθυστερημένος).

          Πριν κλείσω, θα ήθελα να εστιάσω σε ακόμα δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η σωστή χρήση των γενικεύσεων. Ανέφερα πριν ότι οι γενικεύσεις μπορούν να βοηθήσουν τον άνθρωπο, αρκεί να γίνονται σωστά και με κριτική διάθεση. Ο σωστός τρόπος που ανέφερα, είναι να είναι οι γενικεύσεις σχετικές κι όχι απόλυτες. Πρέπει να δεχόμαστε το ότι σε κάθε κανόνα υπάρχουν κι εξαιρέσεις. Πάνω στο προηγούμενο (πολύ απλοϊκό)παράδειγμα, η σωστή χρήση της γενίκευσης είναι: <<συνήθως, όσο πιο ψηλός είναι κάποιος, τόσο καλύτερος είναι στο μπάσκετ>> κι όχι <<πάντα, όσο πιο ψηλός είναι κάποιος, τόσο καλύτερος είναι στο μπάσκετ>>. Επίσης, το σωστό είναι: <<οι περισσότεροι άνθρωποι που είναι μορφωμένοι είναι κι αξιόλογοι>> κι όχι: <<όλοι οι μορφωμένοι άνθρωποι είναι κι αξιόλογοι>>. Δυστυχώς όμως, οι άνθρωποι, χρησιμοποιούν συνήθως τις απόλυτες γενικεύσεις, επειδή είναι πολύ πιο απλό. Βλέπεις ένα χαρακτηριστικό και το κρίνεις σύμφωνα με την προτέρα εμπειρία σου ή τα κοινωνικά πρότυπα, θετικά ή αρνητικά. Και τελειώνεις εκεί. Δεν δέχεσαι ότι μπορεί πχ ο κοντός που έχεις απέναντί σου να είναι ο ένας από τους λίγους που είναι καλοί στο μπάσκετ(ξαναλέω ότι αυτό είναι παράδειγμα, δεν έχει να κάνει τόσο πολύ με το ύψος το αν θα είσαι καλός στο μπάσκετ). Μετά από τη σχετική γενίκευση έπεται μια διαδικασία. Επειδή ο άνθρωπος που κάνει τη σχετική γενίκευση έχει στο μυαλό του αυτό που είπα πριν, ότι κάθε κανόνας έχει κι εξαιρέσεις, για αυτό το λόγο συνεχίζει να κρίνει το άτομο που έχει απέναντί του, ώστε να δει αν είναι μία από αυτές(κι αφού καταλήξει σε ένα συμπέρασμα του συμπεριφέρεται ανάλογα). Επειδή λοιπόν οι σχετικές γενίκευσεις προϋποθέτουν κι αυτή τη δύσκολη διαδικασία, οι περισσότεροι άνθρωποι λανθασμένα προτιμούν τις απόλυτες. Και μιας θίγω αυτό το θέμα, θέλω να τονίσω και το ότι όλες οι γενικεύσεις που κάνω σε αυτό το blog είναι σχετικές. Με μόνο μία εξαίρεση: <<κάθε παραβίαση του μέτρου οδηγεί στην τιμωρία του παραβάτη>>. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, σας συμβουλεύω το εξής: <<Αν θέλετε να λέτε πάντα την αλήθεια, μη λέτε ποτέ, ποτέ(και κατά συνέπεια, πάντα)>>.

          Ένα ακόμα θέμα στο οποίο θα ήθελα να αναφερθώ είναι κι ο νοητός ρατσισμός. Επειδή ίσως ο όρος αυτός δεν είναι κατανοητός, νοητό αποκαλώ τον ρατσισμό που βρίσκεται μόνο στο μυαλό ορισμένων ανθρώπων. Ας το εξηγήσω περισσότερο. Ανέφερα πριν ότι οι άνθρωποι που υφίστανται τον ρατσισμό, αναπτύσσουν πολύ συχνά κόμπλεξ κατωτερότητας, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των οποίων είναι το ότι οι άνθρωποι που πάσχουν από αυτά είναι πολύ εύθικτοι. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Σημαίνει ότι αν κάποιος έχει κόμπλεξ κατωτερότητας εξαιτίας ενός χαρακτηριστικού του, το οποίο προκαλεί ρατσισμό εναντίον του, είναι πιθανό να βλέπει παντού εκδηλώσεις ρατσισμού εναντίον του. Μπορεί δηλαδή να νοιώθει ότι κάποιος τον προσβάλλει, χωρίς να έχει ο άλλος τέτοια πρόθεση και χωρίς να κάνει και τίποτα τόσο σοβαρό. Μπορεί επίσης κι οποιαδήποτε εχθρική συμπεριφορά ή αρνητική κριτική εναντίον τους να την αποδίδουν στο ότι οι άλλοι είναι ρατσιστές απέναντί τους. Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, καθώς προκαλεί πολλές παρεξηγήσεις μεταξύ των ανθρώπων. Για αυτό οι άνθρωποι που υφίστανται ρατσισμό πρέπει να καταλάβουν ότι δεν πρέπει να κάνουν στους άλλους αυτό που δεν τους αρέσει να τους κάνουν. Δηλαδή, δεν πρέπει να γενικεύουν και να νομίζουν ότι, επειδή κάποιοι είναι ρατσιστές, είναι όλοι ρατσιστές. Επίσης ότι, επειδή κάποιες από τις αρνητικές κριτικές που δέχονται έχουν ως αίτιο το ρατσισμό εναντίον τους, όλες οι αρνητικές κριτικές που δέχονται έχουν αυτό το αίτιο. Αυτές οι απόψεις μόνο κακό μπορούν να τους κάνουν. Επίσης είναι πολύ εκνευριστικό και για τους άλλους το να παρερμηνεύονται τα λόγια ή τα κίνητρά τους. Κι αν και για τον νοητό ρατσισμό δεν ευθύνονται αυτοί που έχουν το κόμπλεξ κατωτερότητας, αλλά αυτοί που τους το δημιούργησαν, πρέπει οι πρώτοι να λύσουν αυτό το πρόβλημα, αποβάλλοντας από το μυαλό τους την αντίληψη ότι όλοι είναι ρατσιστές απέναντί τους.

          Και κάπου εδώ τελειώνω κι αυτή μου την ανάρτηση, πάνω στο τόσο δύσκολο θέμα της διαφορετικότητας. Ελπίζω να κατάφερα να το αναλύσω σωστά. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που θέλω να καταστήσω σαφές περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι ότι η διαφορετικότητα είναι κάτι καλό κι ωφέλιμο. Κι η καταπολέμησή της οδηγεί στο δηθενισμό και τη μαζοποίηση, έννοιες που ανέλυσα στο 1ο Κοινωνιολογικό Δοκίμιο, οι οποίες με τη σειρά τους οδηγούν στο ρατσισμό, τα φοβερά αρνητικά αποτελέσματα του οποίου ελπίζω να κατάφερα να καταδείξω στην παρούσα ανάρτηση.

                                                           Homo Cogitans

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου